Είχα αυτή τη συνήθεια, να θέλω στο τέρμα να διασχίζω το άδειο βαγόνι. Προσποιούμουν ότι καθυστερώ, τους άφηνα όλους να βγουν και στο τέλος περπατούσα στον έρημο διάδρομο μέχρι την πρώτη του πόρτα. Από εκεί έβγαινα· όταν ήξερα ότι δεν υπάρχει άλλη ψυχή μέσα, όταν τα φώτα μες στον συρμό χαμήλωναν και οι πόρτες του ξέμεναν ανοιχτές, λες και μόλις ήρθαν στην επιφάνεια ν' ανασάνουν.
Ένας καλοντυμένος κύριος παραμιλά, κάποιος νεαρός στήνει χάρτινα πλάσματα στο βαγόνι, ένα ποδήλατο που δεν το χωρά ο τόπος, μια παρέα κοριτσιών διαμαρτύρεται στη βροχή, ο πιο απαιτητικός ανάπηρος πολέμου, ένας παλαβός χτυπά το μπαστούνι του στα τζάμια και ένα εισιτήριο από δεύτερο χέρι.
Ιστορίες από τη σύντομη διαδρομή του καθημερινού συρμού, μέχρι τη στιγμή που το βαγόνι αδειάζει, λίγο πριν ο σταθμός γίνει "τερματικός" και όλες οι σκέψεις ξεκινήσουν απ' το σημείο αυτό.