Η μορφή του βιβλιοθηκάριου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιστορία του βιβλίου. Η συλλογική ανάγκη να παράγονται περισσότερα βιβλία, ήδη από τις απαρχές της τυπογραφίας, κατά τον 15ο αιώνα, κατέστησε τη συντήρηση και την ταξινόμησή τους κοινωνική επιταγή. Σταδιακά, και μέχρι τον 19ο αιώνα, ο βιβλιοθηκάριος απώλεσε την ηρωική του διάσταση για να αναλάβει ένα καθήκον γραφειοκρατικό, στην υπηρεσία της νεωτερικής κοινωνίας, η οποία αισθανόταν την ανάγκη να συσσωρεύει, να διατηρεί και να μεταλαμπαδεύει τη γνώση προς όφελος της τεχνικής, επιστημονικής και πολιτιστικής προόδου. Όμως η υπερπληθώρα αυτή των βιβλίων και των βιβλιοθηκών έχει ένα τίμημα, καθώς η συγγραφή υποτάσσεται στο χρήμα και στο γόητρο, παράγοντας πλέον ψευδεπίγραφα βιβλία. Το εργαλείο που επινοήθηκε για τη διευκόλυνση του ανθρώπου γίνεται πια δυσβάσταχτο βάρος για τον μορφωμένο αναγνώστη. Όπως σημειώνει γλαφυρά ο Ορτέγκα υ Γκασσέτ, «ο άνθρωπος χάνεται μέσα στον ίδιο του τον πλούτο».
Στο σύντομο αυτό δοκίμιο, ο Ισπανός φιλόσοφος επιχειρεί μια περιεκτική γενεαλογία του λειτουργήματος του βιβλιοθηκάριου, έχοντας έναν διττό στόχο: Πρώτον, ανιχνεύει τη χυδαία εμπορευματοποίηση του βιβλίου –ήδη εν έτει 1935!–, καταγράφοντας πώς αυτή αδρανοποιεί την ίδια την ανάγνωση ως στοχαστική λειτουργία του ανθρώπου. Δεύτερον, ενώπιον του αδιεξόδου, αναθέτει στον βιβλιοθηκάριο μια «νέα αποστολή»: να υπηρετεί το βιβλίο ως ζωντανή λειτουργία, να γίνει ο θηριοδαμαστής του εξεγερμένου βιβλίου, του βιβλίου που έχει παρεκκλίνει από τον σκοπό του.