Η ιεραποστολική διάσταση είναι ίσως η σημαντικότερη διάσταση του έργου του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου, όμως έχει ελάχιστα μελετηθεί. Ερευνώντας επί δεκαετίες το σύνολο έργο του αγίου, η μελετήτρια διαπιστώνει μια τέλεια θεολογική συμμετρία - όπου η θεολογία ως ακρίβεια συμπληρώνεται και ολοκληρώνεται από τη θεολογία ως οικονομία, η καταφατική θεολογία από την αποφατική, η θεωρία από έναν πολύ στέρεο και ρεαλιστικό στοχασμό γύρω από την πράξη και τη ζωή. Η αλήθεια της θεολογίας σώζει τον άνθρωπο, όταν αυτός τη ζει. Όταν την εφαρμόζει, αλλά και όταν τη διδάσκει λόγω και βίω. Στο τελευταίο επιμένει ιδιαίτερα ο άγιος Ιωάννης.
Ο Θεός δεν είναι πατέρας μόνον όσων Τον αναγνωρίζουν. Είναι πατέρας όλων και επιθυμεί τη σωτηρία όλων των αμαρτωλών και τη μετοχή τους στην αναστάσιμη ζωή Του.
Μια περίκλειστη διάθεση της χριστιανικής κοινότητας, όσο και αν τυχόν διευκολύνει και αναπαύει συνειδήσεις, ιδίως τις πιο αδύναμες, δεν αντιστοιχεί στην άπειρη αγάπη του Θεού. Αντιθέτως, η προσέγγιση των εθνικών, η καλλιέργεια σχέσεων φιλίας, η αγάπη, ακόμα και στο πλαίσιο του έρωτα η της συζυγίας είναι ο τρόπος εκείνος που καθ' όλα ταιριάζει με τη χριστιανική διδασκαλία και που γλυκαίνει και κερδίζει τον άλλο.
Η χριστιανική ανθρωπολογία του Χρυσοστόμου και η ζωντανή πίστη του στην επίνευση του Αγίου Πνεύματος γεννούν γενικότερα την αισιόδοξη πεποίθηση ότι η προσέγγιση μεταξύ χριστιανών και εθνικών κυρίως καλούς καρπούς θα φέρει. Γι' αυτό και ως ποιμένας ενθαρρύνει συνεχώς το ποίμνιο να καταρτίζεται αφενός στην πίστη και αφετέρου να καλλιεργεί σχέσεις μαζί τους.
Σε μία κοινωνία μεικτή τότε και σήμερα, η εσωστρέφεια και η περιχαράκωση των χριστιανών και των εκκλησιαστικών δομών είναι αναντίστοιχη των αναγκών αλλά και της ποιότητας του χριστιανικού κηρύγματος.
Η Εύη Βουλγαράκη-Πισίνα τεκμηριώνει στέρεα στο χρυσοστόμειο έργο την ιεραποστολική προτεραιότητα του θεολογικού λόγου και της πράξης, που αφορούν την καρδιά της εκκλησιαστικής και πνευματικής ζωής, και αναδεικνύει το α