Ο Ισμαήλ βγήκε να αποχαιρετήσει μερικούς από τους φίλους του κι ύστερα κατέληξε στην πλατεία, ενώ ο ήλιος πλησίαζε να δύσει. Τ' αυτιά του έπιασαν στον αέρα τις συνηθισμένες κραυγές των υπαίθριων πωλητών που διαλαλούσαν το εμπόρευμά τους. Του φάνηκε ωστόσο ότι η κίνηση στην πλατεία δεν ήταν η ίδια, λες και ο κόσμος περπατούσε τώρα πιο γρήγορα. Γιατί αδιαφορούσαν για όλα; Μήπως η ζωή δεν ήταν μια κούρσα ταχύτητας; Πόσο θα ήθελε να σταματήσει κάποιον από αυτούς που έτρεχαν και να ανταλλάξει μαζί του μια κουβέντα, όμως κανείς δεν του έδινε την παραμικρή σημασία. [...]
Μια κρυφή φωνή μόνο μέσα απ' την καρδιά του ήθελε να φωνάξει, να μιλήσει δυνατά, ν' ακολουθήσει το μονοπάτι των αισθήσεων, μα υπήρχαν άλλα, χίλια και ένα πέπλα που σκέπαζαν αυτή τη φωνή και την αποδυνάμωναν.