Ο Αβραάμ Λεσπέρογλου σκοτώνεται σε πραγματικό ιστορικό χρόνο από τα εχθρικά πυρά, αφήνοντας την τελευταία του πνοή μέσα στο νεοκλασικής αρχιτεκτονικής κτήριο της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, στην προκυμαία της Πρέβεζας, κατά την κορύφωση μιας μάχης υπεράσπισης των ιδανικών της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας του τόπου, πάνω στο ομορφότερο σκαλοπάτι της νιότης του, μέσα στο οχυρό εκείνο, τότε, τον Σεπτέμβρη του 1944. Στο πλευρό του, στην εναγώνια μάχη του με τον θάνατο και τη ζωή, βρίσκονται είκοσι τέσσερις ακόμα ψυχές, σύντροφοί του από το ΕΛΑΝ. Ένας εκ των συναγωνιστών του, ο Δημήτριος Γεωργίου, με το αντάρτικο ψευδώνυμο Καταραχιάς, μεταφέρεται βαριά τραυματισμένος μέσα σε ψαρόβαρκα, διασχίζοντας τα νερά του Αμβρακικού, από το λιμάνι της Πρέβεζας έως τη Βόνιτσα, για να νοσηλευθεί στο Νοσοκομείο. Η ριψοκίνδυνη μεταφορά του γίνεται με τα ασφαλή χέρια ενός εκ των οχυρωμένων, με ψυχή βαθιά, του Πρεβεζάνου Λευτέρη Λαγγούση, μέλους του ελληνικού λαϊκού αντάρτικου κινήματος στη θάλασσα.
Όμως ο Αβραάμ Λεσπέρογλου, με έναν τρόπο μαγικό βρίσκεται ενσωματωμένος στη θαλάσσια λεκάνη, ανακατεμένος με πλαγκτόν, μισοζώντανος, μέσα στην κατάφωτη πολιτεία του βυθού. Εκεί θα τον συναντήσει ο αφηγητής, στη θάλασσα που βαθαίνει διαρκώς μπροστά από το μέτωπο της πόλης, για να του δώσει τις πρώτες ανάσες ζωής, ξεκινώντας σε αυτόν τον ήρωα, τον Αβραάμ, μια ιδιότυπη καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση μέσα από την εξιστόρηση του μύθου του, την αναπαράσταση του θρύλου του με λέξεις και εικόνες από τη μεγάλη συλλογική καταπακτή του νου και της καρδιάς.