Εγώ, τελών εν διαρκή χαρμολύπη, διάγω ήδη τον εκατοστόν τέταρτον ενιαυτόν από της ληξιαρχικής αποδημίας μου. Των απλών ανθρώπων αι ψυχαί με ελκύουν, ως έγγιστα ούσαι εις την άγουσαν προς την βασιλείαν των ουρανών. «Ευτυχοδυστυχώς» –όπως έλεγεν και ο οιονεί συντοπίτης και ομότεχνός μου Γιάννης Σκαρίμπας, ο εκ Χαλκίδος– παραμένω ο ίδιος: Στρουθίον μονάζον επί δώματος, πλην παρατηρητικόν λίαν, και εις το άκρον νοσταλγούν στρουθίον.
Την νύκτα εκείνην της 5ης προς 6ην Δεκεμβρίου τού σωτηρίου έτους βιε΄ (2015) από της γεννήσεως του Κυρίου, ήμην σχεδόν άϋπνος και εν εγρηγόρσει τελών, δια να μη με καταλάβη ο καιροφυλακτών Μορφεύς και απωλέσω τον όρθρον και την Θείαν Λειτουργίαν του Αγίου πατρός ημών Νικολάου, του εν Μύροις της Λυκείας, του θαυματουργού. Ούτω λοιπόν, εξήλθον –λάθρα σχεδόν– της αυλής, της πάλαι ποτέ πολυανθρώπου αύτης αυλής, πριν το πρώτον φως της ημέρας και πριν η πόλις αρχίσει να βρυχάται ως άλλος Λεβιάθαν, με τους βαρβάρους θορύβους των μηχανών που την καταδυναστεύουν ήδη, από δεκαετιών. Πριν αλέκτορα φωνήσαι...
Αλλά, ποίος αλέκτωρ; Πού ο αλέκτωρ; Ας είναι...
Και πορεύεται, ο γέρων, από τα Αγιοταφίτικα στον Άγιο Ελισσαίο, Μοναστηράκι, Παντάνασσα, Μπαϊρακτάρη, πλατεία Αβησσυνίας, Ψυρρή –όπου όλως απροσδοκήτως συναντά τη «Γυφτοπούλα» Αϊμά– Αριστοφάνους, πλατεία Κουμουνδούρου, οδό Πειραιώς. Εκεί συναντά τη «χελιδονόστομη» Χάιδω.