Τα τρία πρώτα βιβλία του συγγραφέα πραγματεύθηκαν τη θεωρία. Το τέταρτο βιβλίο επιχειρεί να εξοικειώσει τον αναγνώστη με την πρακτική της δικαστικής γραφολογίας. Μέσα, λοιπόν, από την ανάλυση πραγματικών υποθέσεων πλαστογραφίας ο αναγνώστης μπορεί να εξασκηθεί, στην πράξη, ως προς τη δικαστική γραφολογία.
Επιπρόσθετα, με το παρόν βιβλίο του συγγραφέα επιχειρείται, μεταξύ άλλων, να αναδειχθούν και οι ελάχιστες περιπτώσεις κατά τις οποίες δικαστικοί γραφολόγοι αναλαμβάνουν χρέη «γραφολογικού συνηγόρου» του πλαστογράφου. Στο πλαίσιο αυτό και από αυτή τη θέση, δεν αρκούνται μόνο στην υποστήριξη του πλαστογράφου, αλλά πλήττουν με σφοδρότητα τους αντικειμενικούς και αμερόληπτους δικαστικούς γραφολόγους, οι οποίοι έχουν προτάξει τη δικαστική γραφολογία ως λειτούργημα, και όχι ως επάγγελμα βιοπορισμού. Οι συστηματικοί αυτοί υπερασπιστές του πλαστογράφου κινούνται στην αθέατη πλευρά του νόμου και προσπαθούν παντοιοτρόπως, με το πρόσχημα της «επιστημονικής άποψης», να αποφύγουν να κριθεί η πραγματογνωμοσύνη –ή η γνωμάτευσή τους– ψευδής, σύμφωνα με τον νόμο.
«Η δικαστική γραφολογία στο εδώλιο του κατηγορουμένου» είναι μία ακόμη προσπάθεια ώστε να αναγνωριστεί το έργο της ανεξάρτητης και αυτόφωτης δικαιοσύνης, η οποία τελικώς αποκαλύπτει την αναξιοπιστία της γνωμάτευσης των υπερασπιστών του πλαστογράφου και επιτελεί έτσι το υπέρτατο καθήκον της, απονέμοντας δικαιοσύνη.