Καράβι επαράδερνε μέσ' στα βαθυά πελάγη·
αστροπελέκι τώκαιγε, βοριάς το κυνηγούσε·
χιλιάδες τάφους άνοιγε το κύμα να το φάγη,
κάθε στιγμή κινδύνευε κ' η νύχτα το ροφούσε.
Έπεφταν ξάρτια και πανιά και στο τιμόνι απάνω
κανείς δεν ήτανε, κανείς' δεν είχε καπετάνο!
Αχ, για πρωτεί' ανάξια τη μαύρη εκείνη ώρα
φιλονεικούσαν μια στιγμή κ' επνίγουνταν μια μόνη.
Μα έξαφνα εσείσθηκε κατάστρωμα και πρώρα
και σιδερένια δάχτυλα φουχτώσαν το τιμόνι.
Τα κύματ' αναστέναξαν, ένοιωσαν καβαλλάρη
κ' η τρικυμία σκόρπησε στα χέρια του Κανάρη!