Νύχτωνε γρήγορα. Ο αγέρας ερχόταν από μακριά μυρίζοντας βροχή και πόλεμο. Τα τρένα γεμάτα φαντάρους περνούσαν βιαστικά μόλις προφταίναμε πίσω απ' τα τζάμια να τους δούμε. Μεγάλα σιδερένια κράνη κλείναν τον ορίζοντα. Γυάλιζε η άσφαλτος βρεγμένη. Πίσω απ' τα παράθυρα καθαρίζοντας λίγα ξερά κουκκιά σωπαίναν οι γυναίκες. Και το βήμα της περίπολος έπαιρνε τη σιωπή απ' το δρόμο κι απ' τον κόσμο τη ζεστασιά. Γύρισε λοιπόν τα μάτια σου να κοιτάξω τον ουρανό δός μου τα χέρια σου να κρατήσω τη ζωή μου. Πόσο χλωμή είσαι, αγαπημένη μου! [...] [Από την έκδοση]