Ο Καζαντζάκης δραματουργός. Θέμα ανεξάντλητο και μαζί εξαντλητικό. Ανεξάντλητο σε δύναμη φαντασίας, εξαντλητικό για κάθε μας προσπάθεια να υποτάξουμε την ορμή του σε θεατρική πράξη. Από όλους τους νεοέλληνες θεατρικούς δημιουργούς, ο Καζαντζάκης είναι ο πιο αισχυλικός. Τιτάνας στ' αγκαλιάσματα της ύλης, γίγαντας στ' άπλωμα της δράσης, Κύκλωπας στο πελέκημα της κάθε του φράσης, αδιαφορεί για τους κοινούς τόπους και τρόπους, πλάθει, ονειρεύεται, προφητεύει. Αν στις τρεις δεκαετίες που δούλευε τα έργα του το θέατρό μας δεν ήταν προσηλωμένο στην ηθογραφία και τη φαρσοκωμωδία, ο Καζαντζάκης θα είχε σταθεί ο πραγματικός πατέρας της δραματουργίας μας ή, πιο σωστά, η πρωτόγονη δημιουργική της θεότητα. Μα δεν τ' αξιωθήκαμε. Μήτε κι εκείνος γνώρισε τη χαρά Από το 1950 κι εδώθε -αφού πια ο Καζαντζάκης είχε ανακηρυχθεί στην ξενιτειά μεγάλος- η δεισιδαιμονία διαλύθηκε και το θεατρικό μας κοινό αγάπησε τη Μέλισσα, τον Ιουλιανό, τον Κολόμβο, το Βούδα, τον Καποδίστρια και, σαν όπερες του Καλομοίρη, τον Παλαιολόγο και τον Πρωτομάστορα. Μα ακόμα και σήμερα μερικοί χολερικοί -παλαιού και νέου κύματος- τον διαγράφουν από το ελληνικό θεατρικό στερέωμα. Ίσως γιατί εκείνος δεν θέλησε ποτέ να κυνηγήσει την εύκολη επιτυχία, ακολουθώντας τα ρεύματα, τις μόδες και το Zeitgeist. Επαναστάτης από τις φασκιές του, αναρχικός, προοδευτικός, ήρωας, μάρτυρας, ελεύθερος πολιορκημένος του κομμουνισμού, χριστιανός σε παγκόσμια συμπόνοια κι Έλληνας σε παλμό ψυχής, ο Καζαντζάκης δεν βολεύτηκε ποτές του με συμβιβασμούς. Το θέατρο ήταν γι' αυτόν ένα αλώνι ελεύθερης αναμέτρησης Διγενή και Χάροντα, ένας δίχως υποκρισία, δίχως καπηλεία αγώνας εξόντωσης και διαιώνισης, μια τίμια ισορροπία -καθώς λέει ο ίδιος- ανάμεσα στο γκρεμό του ανθρώπου και το γκρεμό του Θεού. Αλέξης Σολομός