Το έργο του Τακίτου Ιστορίες αρχίζει από το 69 μ. Χ. και τις τελευταίες μέρες του Γάλβα και καλύπτει τα επόμενα είκοσι οκτώ χρόνια, κατά τα οποία στο θρόνο ανέβηκαν κατά σειρά ο Όθων, ο Βιτέλλιος, ο Βεσπασιανός, ο Τίτος και ο Δομιτιανός. Σώζονται μόνο τέσσερα βιβλία και ένα μέρος του πέμπτου, δίνουν όμως μια περιεκτική εικόνα του εμφυλίου πολέμου και καταπληκτικές περιγραφές φιλόδοξων μηχανορράφων και ανίκανων ηγεμόνων, μεταξύ των οποίων ο Βεσπασιανός αποτελεί φωτεινή εξαίρεση.
Η μονογραφία Ο βίος του Ιουλίου Αγρικόλα δημοσιεύτηκε το 98 μ. Χ. και αφηγείται τη ζωή του πεθερού του Τακίτου. Το μεγαλύτερο μέρος της αναφέρεται στην πιο λαμπρή περίοδο της σταδιοδρομίας του Αγρικόλα, όταν του είχε ανατεθεί η διοίκηση της Βρετανίας. Στην ουσία, το έργο αποτελεί εγκώμιο επιφανούς νεκρού και απολογία ενός διοικητή επαρχίας που υπηρέτησε με νομιμοφροσύνη μια απεχθή τυραννία.
Η μονογραφία Περί της καταγωγής και της χώρας των Γερμανών, η γνωστότερη μονολεκτικά ως Germania, γράφτηκε κατά πάσα πιθανότητα και αυτή το 98 μ. Χ., και αναφέρεται στα διάφορα φύλα που κατοικούσαν βόρεια του Ρήνου και του Δούναβη. Στο βασικό της θέμα, που είναι η περιγραφή του τρόπου ζωής και των εθίμων των Γερμανών, συναρτώνται κάποια δευτερεύοντα ζητήματα, που όμως φαίνεται ότι απασχολούσαν έντονα τον ιστορικό, όπως η αντιπαραβολή του άγριου αλλά ηθικά αγνού γερμανικού λαού με τη διεφθαρμένη Ρώμη, καθώς και η υπόμνηση του μόνιμου κινδύνου που συνιστούσαν για την αυτοκρατορία οι λαοί στα βόρεια σύνορά της.
Ο Διάλογος περί ρητόρων θα πρέπει να είχε γραφτεί γύρω στο 100 μ. Χ. Θεωρήθηκε αποχαιρετισμός του συγγραφέα στο έργο του δημόσιου αγορητή και απολογία του, επειδή εγκατέλειπε τη ρητορική τέχνη προς όφελος της ιστορίας. Ο Τάκιτος, συζητώντας για την παρακμή της ρητορικής τέχνης στη Ρώμη, επιχειρηματολογεί με απαράμιλλο τρόπο και αποκαλύπτει μια σπάνια αίσθηση της ιστορικής προοπτικής, ιδιαίτερα στην παρουσίαση των ποικίλων παραγόντων που επηρεάζουν το αντικείμενό του, όπως η διδακτική θεωρία, οι λογο