Το περίεργο ήταν, είπε, το πώς ούρλιαζαν κάθε βράδυ τα μεσάνυχτα. Δεν ξέρω γιατί ούρλιαζαν εκείνη την ώρα. Εμείς βρισκόμαστε στο λιμάνι και εκείνες ήταν όλες μαζεμένες στην προβλήτα και τα μεσάνυχτα άρχιζαν να ουρλιάζουν. Συνήθως στρέφαμε τον προβολέα επάνω τους για να τους κάνουμε να σταματήσουν. Πάντα έπιανε αυτό το κόλπο. Κουνούσαμε τον προβολέα πάνω κάτω ρίχνοντας το φως του πάνω τους δυο και τρεις φορές και εκείνες έπαυαν. Μια φορά ήμουν αξιωματικός υπηρεσίας στην προβλήτα και ένας Τούρκος αξιωματικός με πλησίασε έξω φρενών, επειδή κάποιος από τους ναύτες μας τον είχε προσβάλει πολύ άσχημα. Τότε του απάντησα ότι ο ναύτης επρόκειτο να σταλεί πίσω στο πλοίο και να τιμωρηθεί αυστηρά. Του ζήτησα να μου τον δείξει. Μου έδειξε τότε τον βοηθό του πυροβολητή, το πιο άκακο παιδί. Είπε πως του μίλησε επανειλημμένα άσχημα και προσβλητικά μου μιλούσε μέσω διερμηνέα. Δεν μπορούσα να καταλάβω [...]. (Από την έκδοση)