Πρόλογος στην δίπτυχη συλλογή Τραγούδια του αποχωρισμού – Νυχτερινή βροχή Ποιητική της μαχαιριάς. Φτερό ξιφία να ξεσχίζει το μετάξι της θαλάσσης και ο πόνος να είναι απλώς απών. Αιμορραγική δυσθυμία, συμπαντικός τοκετός, ψυχρός πυρετός, πόνος αφόρητος… Η υπαρξιακή αγωνία καθιστά αυτή την ποιητική πολυδιαστασιακή, αλλότοπη και αλλόχρονη. Το άχωρον με το άρρητο αμιλλώνται και καταφάσκουν στο ανίδωτο. Εικόνες από την οργισμένη φύση, από την ταραγμένη ψυχή του ανθρώπου σαν αρνείται να παραδοθεί στη συνήθη χαρμολύπη και να βαυκαλιστεί με τετριμμένες ιδέες. Αδιέξοδος κοπετός. Μόνη ελπίδα οι αγγέλοι, οι άγιοι, πατρικές και μητρικές φιγούρες που μας παραστέκουν από το αλλοδιαστασιακό τους εικονοστάσι και τα λουλούδια εκεί δεν μαραίνονται. Η απαίτηση κάθε ευτοπίας είναι πλήρης άρνηση και κατά μέτωπον ρήξη με την παραδοχή της αναπόφευκτης δυστοπίας, εκείνης που ούτε το «ου-» τη σώζει. Η ανάγκη της παρουσίας τού Άλλου πολύ έντονη και στα δύο μέρη, αφού η απουσία κι ο αποχωρισμός χωρίς να είναι συνώνυμα είναι όμως διαδοχικά. Σαν να έχει περάσει μέσα από έναν μεγάλο πυρετό η διαυγής αφηγηματική φωνή εξιστορεί μάγια και θαύματα που συντελούνται στον απόκρυφο κόσμο των κυττάρων, εκεί όπου το εσύ και το εμείς γίνονται ένα εγώ, κραυγάζον, αν και αφόρετο ακόμη. Μοιάζει σαν να μην έχει αναπτυχθεί μέχρι τα πέρατα της οικουμένης αυτή η φωνή, μοιάζει σαν άλογο που σκάβει με τις οπλές τον λάκκο του, όμως τι να σου κάνει μια πολική αρκούδα σε κλουβί ζωολογικού κήπου κάπου στους τροπικούς; Τα λουλούδια, τα λουλούδια ναι, είναι κάποια παρηγοριά. Τα λουλούδια και τα χρώματα. Τα κύματα των αργοπορημένων ηλιοβασιλεμάτων που αρνούνται να σβήσουν από συμπόνοια για τους ζωντανούς. Ο φόβος κι ο τρόμος της εσωτερικής γαλήνης, μόνο με μοναξιά δεν μπορεί να συγκριθεί. Του Προμηθέα σπαραγμός, όχι για εκείνο το άγνωστο που ενδέχεται να μην έρθει, αλλά η επανάληψη του γνωστού κι εν πολλοίς αναμενόμενου είναι που σκάβει ρυάκια στις παρειές για να βρούνε χαράδρες τα δάκρυα να κυλήσουν. Η ζωγραφική τεχνική