Η ακινησία της διήρκεσε μόνο μερικά δευτερόλεπτα. Έντρομη σηκώθηκε και έτρεξε μπροστά από την τηλεόραση. Η είδηση είχε ολοκληρωθεί στο κανάλι που παρακολουθούσε και με το τηλεχειριστήριο έκανε ένα γρήγορο ζάπινγκ αναζητώντας τη συνέχεια κάπου αλλού. Με το άλλο χέρι προσπαθούσε να φτιάξει τα αχτένιστα μαλλιά της που κρέμονταν μπροστά από τα μάτια της. Είχε γείρει πίσω στον καναπέ. Όχι για να είναι αναπαυτικά αλλά για ισορροπία. Τα πόδια της όπως και τα χέρια της έτρεμαν. Όλα τα άλλα κανάλια είχαν διακόψει τα προγράμματά τους και μετέδιδαν την είδηση. Κανένα όμως δεν έδιδε πρόσθετες πληροφορίες. Κανένα δεν ανέφερε αριθμούς νεκρών ή επιζήσαντες. Ούτε και διδόταν κάποιο τηλέφωνο για συγγενείς ή άλλους ενδιαφερόμενους. Ξάφνου σηκώθηκε πάνω και άρχισε να φωνάζει το όνομα του Ρότζερ. Μάταια. Έτρεξε στο μπαλκόνι και έσκυψε πάνω από το κιγκλίδωμα. Το αυτοκίνητό του δεν βρισκόταν εκεί που το είχε δει το προηγούμενο βράδυ. Έτρεξε τα σκαλιά τρία, τρία μέχρι την είσοδο της πολυκατοικίας και ξανακοίταξε. Μέχρι την άκρη του δρόμου πήγε αλλά τίποτα. Το αυτοκίνητο δεν βρισκόταν πουθενά. Έτρεξε ξανά τα σκαλιά σαν μανιακή μέχρι που έφθασε στο τηλέφωνό της. Με εύλογη ένταση πληκτρολόγησε το κινητό του Ρότζερ. Μια και δυο και τρεις φορές. Τίποτα. Την υποδεχόταν η ψυχρή φωνή του τηλεφωνητή του. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)