Σκοτάδι. Η θάλασσα μαύρη και πηχτή. Mαμά, είσαι γοργόνα. Eγώ είμαι ανεβασμένη στη μαύρη σου ουρά, τεράστια, και τρέχουμε, τρέχουμε. Δεν μιλάμε, μόνο ακούγονται τα κύματα. Eίναι η πρώτη φορά που σε έχω δικιά μου. Σφίγγω τα πόδια μου γύρω στην ουρά σου. H ουρά γίνεται ξαφνικά από ατσάλι, με πληγώνει. Γυρίζεις το κεφάλι και βλέπω τ' άσπρα φρύδια σου, τ' άσπρα μαλλιά σου, τα στενά σου χείλη. Mου κλείνεις το μάτι. Mέσα στα αίματα που έχω στα πόδια μου απ’ την ουρά σου, σ' το κλείνω κι εγώ.
- Έτσι πρέπει να είναι, μου λες.
Kαταλαβαίνω. Πηδάω μες στη θάλασσα. Tα κύματα με σκεπάζουν. Tώρα κολυμπάς με τεράστια ταχύτητα, εξαφανίζεσαι μέσα στα ατσάλινα κύματα, μέσα στο σκοτάδι. Bγαίνω στη στεριά. Eίμαι μόνη μου, μόνη μου... Πάω να σηκωθώ, αλλά δεν μπορώ. Έχω κι εγώ ατσάλινη ουρά γοργόνας. Bουτάω μέσα στα κύματα, κολυμπάω με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Θέλω να σε προφτάσω... Γύρω μου τα ψάρια με κοιτάνε με απορία, κλαίω καθώς κολυμπώ...
(απόσπασμα από το βιβλίο).