Πρόκειται για την πέμπτη από τις Τουσκουλανές διατριβές, μια σειρά από φιλοσοφικές συζητήσεις που λαμβάνουν χώρα στην έπαυλη του φιλοσόφου στο Τούσκουλο, και οι οποίες γράφτηκαν υπό την επήρεια του πένθους, καθώς πέντε μήνες νωρίτερα ο Κικέρων είχε χάσει την αγαπημένη του κόρη Τυλλία. "Του έφεραν στεφάνια και μυρωδικά. Έκαψαν λιβάνια και φόρτωσαν τα τραπέζια με τα πιο διαλεχτά εδέσματα. Ο Δαμοκλής θεωρούσε τον εαυτό του τυχερό. Εν μέσω όλης αυτής της επίδειξης, ο Διονύσιος διέταξε να δέσουν ένα αστραφτερό σπαθί με μια αλογότριχα και να το κατεβάσουν από την οροφή έτσι ώστε να κρέμεται ακριβώς πάνω από τον τράχηλο αυτού του ευτυχισμένου ανθρώπου. Ο Δαμοκλής δεν είχε πια μάτια για τους ωραίους οινοχόους, ούτε για το σφυρήλατο ασήμι, δεν του 'κανε καρδιά να απλώσει το χέρι του στο τραπέζι. Τώρα μέχρι και τα στεφάνια τού έπεφταν απ' το κεφάλι. Στο τέλος ικέτευσε τον τύραννο να τον αφήσει να φύγει, γιατί δεν είχε πλέον καμία διάθεση να είναι ευτυχισμένος. Τι λες λοιπόν; Δεν μας απέδειξε ολοκάθαρα ο Διονύσιος πως δεν υπάρχει ευτυχία για τον άνθρωπο που απειλείται διαρκώς από κάτι;"