Έλεος, αφέντη! Έλεος! Ένιωσε το γιαταγάνι να της ξεσκίζει το τσεμπέρι. Οι πλούσιες ξανθές πλεξούδες πρόβαλλαν σε αντίθεση με το μουντζουρωμένο πρόσωπο. Τα δάκρυά της ξέπλεναν τη μουντζούρα. Χαχάνισαν οι δυνάστες. Στο άψε-σβήσε την απέσπασαν, την φίμωσαν, την έβαλαν πάνω στο άλογο και την έδεσαν... Η γονατισμένη μάνα έκλαιγε βουβά μέχρι που έσβησε ο σάλαγος του ποδοβολητού. Τότε έσυρε σπαρακτική κραυγή. Ο θρήνος της ρίγησε τη ρεματιά και λύγισε τα δέντρα. Οι απαγωγείς πήγαν στον κατή και πήραν την τυπική άδεια. Πριν βραδιάσει, έφτασαν στην Τριπολιτσά και παρέδωσαν την Κατερίνα στο σαράι.
Ήταν μόλις δεκατεσσάρων χρονών...
Ένα επικό, συγκινητικό και συναρπαστικό μυθιστόρημα που απεικονίζει την ανδρεία, τη μεγαλοψυχία, τα πάθη και την καρτερία ενός λαού υπόδουλου επί αιώνες στον Οθωμανό δυνάστη. Η δράση του εκτυλίσσεται σε ένα μικρό χωριό της Αρκαδίας, όπου οι κάτοικοι σηκώνουν τα άρματα μαζί με τους αρχηγούς της Επανάστασης του 1821, και μας οδηγεί πίσω στις ματωμένες ρίζες μας...