"Οι σατανάδες είχαν φύγει, αλλά ο φόβος έμεινε. Ο φόβος πάντα μένει. Ένας άνθρωπος μπορεί να καταστρέψει τα πάντα μέσα του, την αγάπη και το μίσος και την πίστη, ακόμα και την αμφιβολία· όσο ζει, ωστόσο, δεν μπορεί να καταστρέψει τον φόβο: φόβο αδιόρατο, άφθαρτο και τρομερό, που διαποτίζει το είναι του, που χρωματίζει τις σκέψεις του, που παραφυλάει στην καρδιά του, που παρακολουθεί στα χείλη του τον αγώνα της τελευταίας του πνοής."
Επίκαιρη και αληθινή ως προς τα βασικά χαρακτηριστικά της, η ανά χείρας νουβέλα, γραμμένη το 1896 περιγράφει την αποτυχία δύο ευρωπαίων αποικιοκρατών να προσαρμοστούν και να επικρατήσουν σε έναν εμπορικό σταθμό, δίπλα σε ένα ποτάμι, κατά πάσα πιθανότητα κάπου στο βελγικό Κονγκό. Καθόλη την εκτύλιξη της ιστορίας απεικονίζεται η απομόνωση, η σύγκρουση ανάμεσα στις διαφορετικές πλευρές της προσωπικότητας των ηρώων και των πολλαπλών ηθικών επιταγών που είναι διαθέσιμες καθώς και η ανυπέρβατη δυσκολία της ανθρώπινης επικοινωνίας. Αφοσίωση, προδοσία, άγνοια, σύγχυση, παραλογισμός μερικά από τα χαρακτηριστικά των ηρώων, τα οποία όμως δεν αφορούν μόνο τους ίδιους, αλλά συμβολίζουν και τη χρεοκοπημένη ηθική επιταγή με την οποία επενδύθηκε η ιμπεριαλιστική εκστρατεία. Με λιτή, μεγαλειώδη γλώσσα, περιγραφές από ασυνήθιστες έδρες, ειλικρίνεια, ταπεινή θλίψη, ειρωνία και υπόρρητη μεταμέλεια μπροστά στην καταστροφή του ανθρώπινου και φυσικού περιβάλλοντος ο Κόνραντ ομολογεί κρυφές πτυχές της ανθρώπινης κατάστασης και μας υποβάλλει να συνομολογήσουμε τη ματαιότητα και το αλυσιτελές κόστος της επέκτασης, της επίδρασης και της επικυριαρχίας.