Μια πλημμυρίδα νοσταλγίας για το εξήντα έχει κατακλύσει το διαδίκτυο, ιδίως στα χρόνια που ακολούθησαν το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης. Δεν είναι ωστόσο η πρώτη φορά που το εξήντα έχει αναδειχθεί σε προνομιακό "λούνα παρκ" της συλλογικής μας μνήμης. Ήδη από τα τέλη του εβδομήντα, τα σίξτις έχουν υποδειχθεί ως μια "χρυσή εποχή", στη διάρκεια της οποίας η άνθηση του πολιτισμού βάδισε παράλληλα με την ανάδυση μυθικών συλλογικοτήτων και πολιτικών διεκδικήσεων. Όπως συμβαίνει συνήθως, αυτή η ανάγνωση του παρελθόντος βιώνεται ως μια "Άνοιξη" που σχεδόν ήταν μοιραίο να καταστεί "Χαμένη". Απέναντι στην επιλεκτική ανάγνωση του παρελθόντος, η παρούσα μελέτη ανοίγει ένα παράθυρο στην κοινωνική οδύνη, η οποία στη διάρκεια του εξήντα υπήρξε ο κανόνας για διευρυμένα στρώματα του πληθυσμού, ιδίως στις ζόρικες συνοικίες της φτώχειας και της ανέχειας. Με σημείο εκκίνησης τα μονόστηλα του Τύπου και τα αστυνομικά δελτία από έξι αθηναϊκές συνοικίες και προάστια, παρελαύνουν στις σελίδες του βιβλίου αυτόχειρες, παιδεραστές, κομπιναδόροι, μοιχοί και λοιποί "Καταραμένοι", σε μια στιγμή πραγματικά ιστορική, οπότε και κορυφώνεται ο Ανένδοτος την επαύριο της δολοφονίας Λαμπράκη. Υπό την έννοια αυτή, το βιβλίο επιχειρεί να συνομιλήσει με τα λογοτεχνικά εγχειρήματα των Μεγάλων Δασκάλων των Λέξεων (Βασιλικός, Βαλτινός, Κοροβίνης, Χαριτόπουλος), στις συμβολές των οποίων και εντοπίζει μεγαλύτερο απόθεμα "αλήθειας" για το εξήντα από ό,τι στις ακαδημαϊκές προσεγγίσεις που μέχρι σήμερα έχουν πραγματοποιηθεί για την αναμφίβολα γοητευτική ετούτη δεκαετία.