Οι κανόνες της Εκκλησίας οριοθετούν την εκκλησιαστική συμβίωση με πειθαρχία και αρμονική τάξη και, ενώ διατηρούν τον άνθρωπο στην ελευθερία που έλαβε με τη δωρεά του βαπτίσματος, τον συγκρατούν από την αμαρτία, τον διορθώνουν και τέλος τον θεραπεύουν από τις συνέπειές της.
Οι νόμοι της Εκκλησίας έχουν θεραπευτικό χαρακτήρα, δηλαδή θεραπεύουν διά της Χάριτος τα ανθρώπινα πάθη, εφόσον βεβαίως διατηρείται η γνησιότητα των Κανόνων της Εκκλησίας, με την εφαρμογή και την ανανέωσή τους, κατά τις ποιμαντικές ανάγκες της Εκκλησίας σε κάθε εποχή. Ως εκ τούτου, οι ιεροί κανόνες έχουν πρόσκαιρη ισχύ, εφόσον νεώτεροι ανανεώνουν παλαιότερους, με την καθοδήγηση πάντοτε του Αγίου Πνεύματος.
Η μονιμότητα ή προσωρινότητα των εκκλησιαστικών διατάξεων κρίνεται επί το πλείστον από την ορθότητά τους, η οποία συνυφαίνεται με το σκοπό της θέσπισής τους, με την προέλευσή τους και με τα ζητήματα που κάθε φορά απασχολούν την Εκκλησία, δογματικά, διοικητικά, λειτουργικά και ηθικά.