"Είμαι Έλληνας ζωγράφος. Γεννήθηκα στην Eλλάδα, από Έλληνες γονείς και ζω στην Eλλάδα. Έχω περάσει το εβδομηκοστό έτος της ηλικίας μου και είμαι πλέον στο τέλος της δημιουργικής μου ζωής. Είμαι Έλληνας τονίζω και σύγχρονος, αφού παραθέτω την ηλικία μου. Το ζωγραφικό μου όμως έργο δεν είναι ελληνικό, με την έννοια ότι δεν διαθέτει κανένα από τα στοιχεία που είθισται να συνθέτουν την ελληνικότητα των έργων των παραδοσιακών, τουλάχιστον, Ελλήνων ζωγράφων. Δεν ζωγραφίζω τοπία με το ανεπανάληπτο ελληνικό φως, παραλίες με ή χωρίς καράβια, με την παγκόσμια μοναδικότητά τους, σκηνές του καθ' ημέρα βίου σε σημερινή αναφορά κλπ. Τίποτε από όλα αυτά. Η ζωγραφική μου έχει σκοτεινούς τόνους, οι θάλασσές μου, όπου υπάρχουν, συνδεόμενες όμως πάντα με μια αφήγηση, είναι συνήθως άγριες (όχι μόνο κυματώδεις αλλά και με μια υποβόσκουσα απειλή). Επίσης το ζωγραφικό μου έργο δεν είναι σύγχρονο ως προς τα θέματά του και ειδικά τα πρόσωπα, τα αντικείμενα ή οι εικόνες του βίου, όποτε γίνονται, αναφέρονται, στη συντριπτική τους πλειονότητα, σε ιστορικά προγενέστερες και απόμακρες εποχές.
Κυριαρχούμαι από τρεις, βασικά, δυνάμεις που ανέλεγκτα με καθυποτάσσουν. Τη λατρεία στην παράδοση των μεγάλων δημιουργών της Ευρωπαϊκής Δύσης, χωρίς να αποκλείεται κάποια "πλαγία κλίσις" (Ανδρέας Εμπειρίκος, "Όρθια η σιγή")· την έμφυτη ροπή μου προς παν εκφρασθέν, είτε ιστορία είναι αυτό είτε μυθοπλασία είτε ποίηση· και τη βαρειά παρουσία της μουσικής επάνω μου, που συντριπτικά επικυριαρχεί στο έργο μου και το ποδηγετεί. Δεν υπάρχει ούτε ένας πίνακας ή σχέδιο ή καρικατούρα ή σύνθεση εικαστική, οποιασδήποτε μορφής, που να μη συνοδεύει τη δημιουργία του η μουρμούρα ή (σπάνιο αυτό) και η απλή αναφορά του τίτλου κάποιας μουσικής. Είμαι δεμένος χειροπόδαρα στην κλασική μουσική, που την εσπούδασα και τη λάτρεψα, αλλά κυρίως με το κλασικό τραγούδι, που χρόνια το έχω υπηρετήσει. Δεν θα ήταν υπερβολή να θεωρηθεί ότι η μουσική, πολλές φορές, πλαθόμενη με το έργο, βγαίνει και έξω απ' αυτό" [...]
(από το κείμεν