... Κι ακούμπησε στο τοιχαλάκι το γερτό, που λιάζονταν κοπέλες και γυναικόπαιδα να μαυρίσουν, να κοκκινίσουν και να ιδρώσουν. Ξετσίπωτες χοντρές, ξερακιανές μαντόνες, όλες τους αφήνονταν στον ήλιο και το θαλασσί υγρό, με λόγο τα αρθριτικά και τις γυναικείες τους παθήσεις. Μόνο τους πάθος να ξεχάσουν και να ονειρευτούν, να φύγουν. Να πάρει τ’ αγέρι τους χυμούς και να τους κάνει αλμύρα των καιρών, φτωχών καιρών, διψασμένων για αγάπη. Αγάπη καλοκαιρινή κι ατίθαση, αγάπη άτακτη με τρέλα και κάτι απ’ το παράλογο της αρμονίας που είχε κανονίσει να ’ναι όλα στη θέση τους για ανθρώπους κι ίσκιους, άγιους και Θεούς εκείνη η Πόλη. Στο φως της μέρας, αλλά και στο φως του καντηλιού...