Ο Στηβ και ο Πέρι, δυο παιδιά που ζουν σε μια επαρχιακή μακεδονίτικη πόλη στα τέλη της δεκαετίας του ’80, το σκάνε απ’ το σπίτι και ξεκινούν ένα ταξίδι στο όνειρο και την απόλυτη ελευθερία.
Ξεκίνησα λοιπόν να γράφω σε μια ρευστή ατμόσφαιρα. Τα κίνητρα μου στην αρχή ήταν απόλυτα εγωιστικά. Επιδίωκα να ζήσω πρώτος και καλύτερος μια ποδηλατική περιπέτεια. Πρώτα εγώ και μετά οι πρωταγωνιστές μου. Καθώς προχωρούσα με δισταχτικά βήματα οι ρόλοι άλλαξαν. Οι πρωταγωνιστές πήραν το πάνω χέρι, με παραμέρισαν ή με ενσωμάτωσαν, κι εγώ δεν ξέρω. Πλέον έγραφαν αυτοί την ιστορία. Θαρρείς και είχε συμβεί πραγματικά. Στην πορεία, καθώς το κείμενο προχωρούσε προέκυψαν οικογενειακά δράματα, κοινωνικές αδικίες, ανομολόγητοι έρωτες. Χρειάζονταν οι ήρωες ποικίλες αφορμές για να αποδράσουν από τις ζωές τους χωρίς τύψεις.
Η δεύτερη επιδίωξη, ή μήπως η πρώτη; ήταν να συνθέσω το εγκώμιο μιας ανόθευτης, ειλικρινούς, αγνής φιλίας. Μιας φιλίας γεμάτη αυταπάρνηση και ηρωισμό. Μιας φιλίας που θα ήθελα πολύ να υπάρχει ανάμεσα στους ανθρώπους.
ΠΕΤΡΟΣ ΝΙΚΟΥ