Πρόκειται για τη συλλογή μικρών ιστοριών, εν είδει εξομολογήσεων, που γίνονται σε ένα παγκάκι. Το φθαρμένο από το χρόνο παγκάκι θέλει να "προλάβει" να πει τις ιστορίες που τόσα χρόνια είδε να εκτυλίσσονται μπροστά του, ως μια παρακαταθήκη για τους κατοίκους της πόλης, των οποίων αποτελούσε σταθμό ανάπαυλας.
"Είμαι ένα παγκάκι ξύλινο με σιδερένια πόδια βαμμένα μπλε, αλλά ξεβαμμένα πια, κολλημένα πάνω σε μια τσιμεντένια πλατφόρμα. Αν καθίσεις πάνω μου και κοιτάξεις δεξιά, θα δεις τη θάλασσα κι αριστερά εκτείνεται μια πόλη. Έχουν ξεβάψει κι έχουν σκουριάσει τα πόδια μου και τα ξύλα μου έχουν ξεφτίσει, είναι πια άγρια κι απεριποίητα. Αντέχω ακόμα, αλλά φοβάμαι. Φοβάμαι ότι σύντομα θα με βάλει στο μάτι κάποια δημοτική αρχή και στη θέση μου θα μπει άλλο παγκάκι, νέο, και δεν θα μείνει από μένα ούτε μια ανάμνηση. Έτσι, σκέφτομαι πως πρέπει να προλάβω να τα πω. Είμαι σίγουρος πως όλη αυτή η πόλη που βλέπεις αριστερά σου, έχει περάσει από πάνω μου. Και οι γονείς και τα παιδιά τους. Οι άνθρωποι. Τι παράξενο είδος! Πριν ξεφτίσει το χρώμα μου τελείως, πριν σπάσουν τα ξύλα και με ξεριζώσουν, πρέπει να μιλήσω. Σα ναυτικός κι εγώ, πλάι στη θάλασσα μια ολόκληρη ζωή, χόρτασα αλμύρα, σκουριά και ιστορίες. Ιστορίες που όλες μαζί σαν μικρά κομματάκια, συνθέτουν μια εικόνα που δίνει νόημα σε όλα, που αφαιρεί το ‘μάταιο’. Αγαπώ τα μικρά κομμάτια, τις εκδοχές μιας μεγάλης, ασύλληπτης πραγματικότητας".