Ο κόσμος έχει γίνιε καινούργιος. Θέλω να προσφέρω νερό σε κάθε άνθρωπο που ταξιδεύει αναζητώντας έναν νέο κόσμο. Θέλω να σβήσω τη δίψα των αποκαμωμένων κορμιών των ανθρώπων. Θέλω να ξεπαγώσω τα παγωμένα κορμιά τους με μια λαμπερή πυρκαγιά μέσα στα κρύα βράδια.
Πιο πολύ κι απ' αυτό, ποθώ να τους δώσω δυνατά στηρίγματα από σίδερο να κρατηθούν, να τους προστατέψω από το να παρασυρθούν από μανιασμένες καταιγίδες.
Οι άνθρωποι, φτιαγμένοι από λάσπη, δεν μπορούν να διασχίσουν τα ρεύματα, οι άνθρωποι, φτιαγμένοι από ξύλο, δεν μπορούν να σταθούν σιμά στη φωτιά. Και σίγουρα ακόμα και κάποιος φτιαγμένος από σίδερο θα φαγωθεί από τη σκουριά σε λιγότερο από έναν αιώνα.
Και ιδού ένας χαραμοφάης, που άφησε τον εαυτό του να μουσκέψει μέχρι η λάσπη να διαλυθεί, που πυρπόλησε τον εαυτό του, κι έτσι το ξύλο εξαφανίστηκε, και το σίδερο τελικά σκούριασε πέρα μακριά, στον άνεμο και στη βροχή.
Πάμε τώρα! Μια νέα ζωή έχει γεννηθεί, και δεν είναι αυτό ένας καινούργιος κόσμος; [...]