Ήταν πεσμένος καταής, μαχαιρωμένος. Στο περβάζι ήταν ακουμπισμένο ένα πιάτο με φλούδια από ροδάκινο κι ένας σπουργίτης τα τσιμπολογούσε. Η Δέσπω καθόταν με την πλάτη γυρισμένη, κοιτώντας έξω. Δε γύρισε. Είχε στητή την πλάτη. Με το αίμα στο χέρι της, είχε ζωγραφίσει, βαθυκόκκινο στην ασπράδα του τοίχου, τον σπουργίτη. Στη Σπουργίτω, μια ξένη με κομμένη γλώσσα μπαίνει σ’ ένα χωριό στο Πωγώνι της Ηπείρου και γίνεται το βουβό κέντρο του, που γύρω του η ασφυχτική κοινωνία του χωριού σκιρτά. "Έφτασε στα πρώτα σπίτια της Χώρας και παρακεί κάτι πιτσιρίκια έπαιζαν. Τον είδαν -ένα σκιάχτρο πάνω σε γάιδαρο- και κρύφτηκαν πίσω από μια γωνία. Είχαν φυσοκάλαμα· γρήγορα γρήγορα μάζεψαν από το δρόμο κάτω κακαράντζες απ’ τις κατσίκες και τον έβαλαν στο σημάδι. Στην αρχή νόμισε ότι παχιές μύγες κάθονταν απάνω του κι έκανε να τις διώξει με το χέρι. Τον είδαν να κουνάει έτσι το χέρι του, έβαλαν τα γέλια, και τότε είδε ο Γκρέιαμ τους πιτσιρικάδες με τα φυσοκάλαμα στα χέρια, κατάλαβε κι επιστράτευσε όλα του τα λειψά δόντια σ’ ένα πλατύ φαφούτικο χαμόγελο". Όπως και η Σπουργίτω, έτσι και η νουβέλα με τίτλο Γράχαμ μιλά για το κατά πόσο μπορούν η αγάπη και η καλοσύνη να ανθίσουν σε έδαφος που ’ναι εξαρχής στέρφο ή που έχει αφεθεί να ερημώσει - εδώ με ήρωα έναν αλκοολικό ζωγράφο σ’ ένα νησί, έναν άνθρωπο που με την ωμή ειλικρίνειά του και τη βαθιά ανθρωπιά του θυμίζει διά Χριστόν σαλό.