- Χριστέ μου.... πόσο όμορφος είσαι; Έχεις μια άγρια επαναστατική ομορφιά. Η σκιά σου πιάνει όλο το βουνό, του φώναξε με θαυμασμό. Έλα και πάρε με πάνω στις φτερούγες σου να πετάξω κι εγώ μαζί σου, να γνωρίσουμε τον κόσμο και πάλι μαζί, να περάσωμε πάνω απ' τα φαράγγια, τα σπηλιαράκια, τα οροπέδια, τα εξωκλήσια, τους κάμπους. Να αλητέψωμε στις ακρογιαλιές, να κουρσέψουμε αγκαλιά τα βαπόρια στις θάλασσες, να χαθούμε στις πολιτείες και στα χωριά. Μα προπαντός να τραγουδούμε... να τραγουδούμε... Και άρχισε:...
Δώσε μου λιγάκι ουρανό
Πάρε με μαζί στο πέταγμά σου
Μάθε με και μένα να πετώ
Να μην έχω ανάγκη τα φτερά σου...
Έλα, του είπε και άνοιξε τα χέρια της για να τον αγκαλιάσει. Κατέβηκε κι έκατσε απάνω σ' ένα βράχο. Αυτή ανέβηκε στη ράχη του και κρατήθηκε γερά από τις φτερούγες! Κι όπως σηκώθηκε και πετούσε ψηλά στον ουρανό, αγνάντεψε με το βλέμμα της κάτω τη Γοργόνα. Τι ομορφιά ήταν εκείνη!
- Βλέπε, της έλεγε ο Γυπαετός. Τούτο το πέταγμα δεν μοιάζει με τα άλλα. Αφήνομε τα χνάρια και τη σφραγίδα μας πάνω στο χώμα της γης που μας γέννησε και μας ανέθρεψε. Και μας πλούτισε με τέτοιας λοής ματιά! Πότισε τις ρίζες με αγάπη και δώσε τον λόγο αληθινό πάνω στο Δέντρο της Θύμησης. Κάμε το χρέος σου. Ας κάμωμε πάλι το δικό μας μοναδικό ταξείδι μέσα στη ζωή...