Αν σου ζητούσα να γράψεις ένα σύντομο κείμενο πάνω σε όποιο θέμα θέλεις, αφήνοντάς σου απεριόριστο χρόνο, μαντεύεις τι θα συνέβαινε: δεν θα έγραφες τίποτε. Αν όμως είχα τη δυνατότητα να σε πιέσω να συνθέσεις μία ιστορία χρησιμοποιώντας αναγκαστικά δέκα λέξεις διαλεγμένες στην τύχη από το λεξικό του Σκαρλάτου Βυζαντίου, έκδοσης του 1851 [...] είμαι βέβαιος ότι κάτι θα μου παρέδιδες.
Οι περιορισμοί διευκολύνουν παραδόξως τη γραφή, σε υποχρεώνουν να ξεκινήσεις πριν προλάβεις να σκεφτείς, με αποτέλεσμα να λες πολλές φορές πράγματα που ούτε εσύ δε περίμενες ν’ ακούσεις.
Σου ανοίγουν πόρτες, των οποίων δεν υποψιαζόσουν την ύπαρξη, σαν αυτές που βρίσκονται στις ταινίες τρόμου πίσω από μεγάλες βιβλιοθήκες. Σου επιτρέπουν να λησμονήσεις τους μεγάλους συγγραφείς που διδάχτηκες στο σχολείο ή που διάβασες για το κέφι σου, σε παραδίδουν κατά κάποιον τρόπο στον εαυτό σου. [...]
Στον τόμο αυτό δημοσιεύονται όλα τα κείμενα του πρώτου σεμιναρίου δημιουργικής γραφής που έκανα στην Αθήνα, τον Ιανουάριο του 2013 [...]. Οφείλω να διευκρινίσω αμέσως ότι δεν δίδαξα απολύτως τίποτε: δεν πιστεύω ότι διδάσκεται η λογοτεχνία, μόνο γράφοντας μαθαίνει κανείς να γράφει. Υπενθύμισα στα μέλη αυτής της πρώτης ομάδας ότι η λευκή κόλλα τούς προσφέρει απεριόριστη ελευθερία και τους ζήτησα να κάνουν χρήση της ελευθερίας αυτής, δηλαδή της φαντασίας τους [...]. Ο ρόλος μου ήταν να βρίσκω τα θέματα και να παρακολουθώ την ώρα.
Όμως γρήγορα με παρέσυρε κι εμένα το ρεύμα και στρώθηκα κι εγώ στο γράψιμο, γιατί δεν ξέρω καλύτερο τρόπο να περνά κανείς την ώρα του. Στο τέλος του χρόνου διαβάζαμε όλοι τα κείμενά μας, τα σχολιάζαμε, βγαίναμε έξω να καπνίσουμε, και ξεκινούσαμε μια άλλη άσκηση. Δουλεύαμε νύχτα, οκτώ με έντεκα, σαν διαρρήκτες. Έκανα μάλιστα τη σκέψη ότι η δημιουργική γραφή είναι ακριβώς αυτό, μια επιδρομή στον χώρο της λογοτεχνίας, από την πόρτα υπηρεσίας.
Βασίλης Αλεξάκης