Η ψυχανάλυση ενός μικρού αγοριού με φοβίες.
Μέσα από τη σύζευξη θεωρίας και κλινικής πρακτικής παρουσιάζεται η ψυχαναλυτική διαδρομή ενός μικρού αγοριού που υποφέρει από φοβίες οι οποίες το καθηλώνουν στο σπίτι.
Όπως σε κάθε ψυχανάλυση, η πορεία είναι δύσκολη: παλινωδίες, ερωτήματα που είτε δεν βρίσκουν απαντήσεις είτε αυτές διαψεύδονται λίγο μετά, απελπισία που γεννά η δυσπιστία προς την ψυχαναλύτρια όταν το παιδί την τοποθετεί στη θέση των γονέων. Όμως η ελπίδα στην ψυχανάλυση δεν εγκαταλείπεται, και η επιθυμία για ζωή αυτού του αγοριού απελευθερώνεται σιγά σιγά, όπως μαρτυρεί και η ιστορία που διηγείται στην τελευταία συνεδρία: "Αυτά τα ψάρια ζούσαν σε μια άλλη θάλασσα. Εκεί που πηγαίνανε τα έπιασε ένας ψαράς. Ο ψαράς τα έβλεπε, τα ξανάβλεπε και σκέφτηκε ότι θα ήταν ωραία να τα πουλήσει. Αλλά όμως αργότερα τα πήγε και τα αγόρασε ένας άνθρωπος που δεν τα έφαγε γιατί ήταν ζωντανά και τα έβαλε σε μια γυάλα. Κι επειδή ήταν μικρή και δεν χωρούσαν, σκέφτηκε να τα πετάξει σε μια θάλασσα. Έτσι έκανε, κι αυτά τα ψάρια ήταν ευχαριστημένα γιατί ήταν ελεύθερα μέσα στο νερό".
Η αδυναμία του φοβικού να δεχτεί τον αποχωρισμό, να δεχτεί πως δεν είναι όλα εφικτά, πως η αιμομιξία δεν είναι εφικτή, υποχωρούν όταν στη μεταβίβαση εμφανίζεται μια καινούργια φαντασίωση, στην οποία τα ασφυκτικά σημαίνοντα της πλησμονής έχουν δώσει τη θέση τους σ’ εκείνα της ελλείψεως. Η αβεβαιότητα υποχωρεί, το αίνιγμα της επιθυμίας του Άλλου καθίσταται λιγότερο αγχογόνο, λιγότερο επιτακτική η ανάγκη κατασκευής ενός φοβικού συστήματος. Και τότε το παιδί μπορεί ν’ αφήσει τον κλειστό του χώρο, να το σκάσει από τη γυάλα - να ξανοιχτεί με μεγαλύτερη βεβαιότητα στην αβεβαιότητα που είναι η ζωή.