Τρεις γυναίκες-φύλακες μυστικών, τρία ορφανά αδέρφια, ενήλικες πια, και ένας γιατρός για τις πληγές που δεν κλείνουν θα συναντηθούν για μια κηδεία που, εκτός από τον νεκρό που περιμένει να ταφεί, δεν μοιάζει με κηδεία. Το βέλος του θανάτου θα μπλεχτεί με το βέλος του έρωτα και θα ταξιδέψει στο παρελθόν διασχίζοντας θάλασσες, βουνά, σιωπές και τραύματα.
Στα ημιορεινά της Κρήτης, σε έναν τόπο μαγικό και καταραμένο, ένα αλλόκοτο ραντεβού επιβεβαιώνει πως τελικά «ο έρωτας κι ο θάνατος ίδια σπαθιά βαστούνε».
Το δυσκολότερο που της ζήτησε όμως ήταν τα ονόματα των συγγενών που θα έμπαιναν στο κηδειόχαρτο: «Φωτογραφία του θα βάλουμε;».
Η Βιργινία δεν είπε λέξη. Ο άλλος είχε πάρει φόρα.
«Ποιοι καλούν στην κηδεία;», τη ρώτησε.
Η Βιργινία ψέλλισε ένα «Ορίστε;».
Εκείνος συνέχισε: «Κηδεύουμε σήμερα τον αγαπημένο μας τι; Τι θα γράψω; Σύζυγο; Πατέρα; Παππού; Κατάλαβες; Και αποκάτω από το κείμενο θέλω τα ονόματα των συγγενών. Να μου τα γράψεις καθαρά σε ένα χαρτί».
Η Βιργινία ήξερε ήδη ότι δεν υπήρχε περίπτωση να φτιαχτεί κανένα τέτοιο χαρτί.