"Αποτελεί, ενίοτε, ιδιαίτερη ευτυχία να είσαι σκηνοθέτης. Μια απροβάριστη ατάκα γεννιέται στη στιγμή και η κάμερα την καταγράφει. Αυτό ακριβώς συνέβη σήμερα. Ο Αλεξάντερ, δίχως προετοιμασία και πρόβα, έγινε κατάχλομος· στο πρόσωπό του διαγράφεται ένας γνήσιος πόνος. Η κάμερα καταγράφει τη σκηνή. Ο πόνος, αυτός ο ασύλληπτος πόνος, φάνηκε εκεί για μερικά δευτερόλεπτα και δεν ξαναφάνηκε ποτέ· ούτε είχε εμφανιστεί παλιότερα· αλλά η στιγμή αυτή αποτυπώθηκε στο σελιλόιντ. Τότε είναι που πιστεύω ότι μέρες και μήνες αναμενόμενης ρουτίνας απέδωσαν καρπούς. Ίσως και να ζω για κάτι τέτοιες σύντομες στιγμές. Σαν αλιεύς μαργαριταριών".
Όταν ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν ήταν ακόμη παιδί, στη δεκαετία του 1920, αντάλλαξε τα δώρα του με έναν απλό προβολέα, έναν κινηματόγραφο (cinematographe), τον οποίον είχαν δώσει στον αδελφό του για χριστουγεννιάτικο δώρο. Το άλλο πρωί κλείστηκε στην γκαρνταρόμπα του παιδικού δωματίου, έβαλε φιλμ στο μηχάνημα και άναψε τη λάμπα πετρελαίου. Είδε ένα λιβάδι όπου είχε πλαγιάσει και λαγοκοιμόταν μια κοπέλα. Όταν γύρισε τη μανιβέλα η κοπέλα ξύπνησε. Και κινήθηκε.
Εκείνη τη στιγμή ξύπνησε μέσα του ένας ακατανίκητος έρωτας για τη μαγεία των κινούμενων εικόνων. Και ένας από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες της εποχής μας είχε δεχτεί το πρώτο και ισχυρότατο ερέθισμα να ασχοληθεί κι αυτός με την ίδια μαγεία.