Αυτό το βιβλίο το έγραψα σχεδόν άθελά μου, μετά από ένα μήνα γεμάτο περιπάτους και ονειροπολήσεις, σ' έναν τόπο όπου βασιλεύει μια υπέροχη ηρεμία, που αγκάλιασε κι εμένα τον ίδιο και με γαλήνεψε... έγραψε ο Μωπασσάν αναφερόμενος στα μαγευτικά τοπία της Ωβέρνης τα οποία γνώρισε κάποιο καλοκαίρι, ως επισκέπτης κι ο ίδιος των πολυάριθμων λουτροπόλεων της περιοχής. Όμως το "Όρος Οριόλ" είναι κάθε άλλο παρά ένα έργο που έχει σκοπό να υμνήσει μια σύγχρονή του Αρκαδία... Σε μια λουτρόπολη της Ωβέρνης ανακαλύπτεται τυχαία μια νέα ιαματική πηγή, ενδεχομένως με ακόμα πιο "θαυματουργές" ιδιότητες από τις ήδη υπάρχουσες. Έχοντας γνωρίσει ήδη τα πρόσωπα που βρίσκονται εκεί τη στιγμή του συμβάντος, ο αναγνώστης παρακολουθεί τη σύλληψη και εκτέλεση της ιδέας της αξιοποίησης και εκμετάλλευσής της από τον τραπεζίτη Γουίλλιαμ Άντερματτ. Αυτός κινεί τα νήματα και οι υπόλοιποι, γοητευμένοι από την προοπτική του κέρδους, σπεύδουν να τον βοηθήσουν στα σχέδιά του, ακόμα κι αν αυτά κάνουν το μέλλον να διαγράφεται ανησυχητικό για κάποιους ανθρώπους. Η σύζυγος του Άντερματτ, Κριστιάν ντε Ραβνέλ, είναι η μόνη που δεν εντυπωσιάζεται από τον "πυρετό του χρήματος", και μέσα σ' αυτό το περιβάλλον, όπου συνυπάρχουν η ειδυλλιακή φύση και ο επιχειρηματικός υπολογισμός, γνωρίζει τον έρωτα σε όλες του τις φάσεις: ανακάλυψη, ενθουσιασμός, δόσιμο, αμφιβολία, ανώμαλη προσγείωση. Η παράλληλη ιστορία της Κριστιάν είναι η αδύναμη αντίσταση της ανθρωπιάς απέναντι στην ψυχρή λογική του καπιταλισμού, που εκείνα τα χρόνια συντρίβει τα θεμέλια της ανήμπορης πλέον παλιάς αριστοκρατίας και παίρνει οριστικά στα χέρια του τα ηνία του κόσμου. Ο Μωπασσάν πιάνει το σφυγμό της εποχής του και καθιστά το μήνυμά του ακόμα πιο ευδιάκριτο φέρνοντας σε αντιπαραβολή τον αιώνιο πλούτο της φύσης με τον εφήμερο ανθρώπινο.