Και ο καιρός κύλησε σαν το νερό! Βαθυκόκκινα σημάδια σκουριάς, κακοφορμισμένες πληγές κι ανείπωτες κουβέντες χαράσσουν το χάρτη των περασμένων...Φορτωμένα ανθρώπινα ράκη ξεμάκραιναν τα πλοία για τα ελληνικά νησιά και τον Πειραιά. Σαν αρχαίες πένθιμες νηοπομπές στα νερά του Αιγαίου. Σα θλιβερά απομεινάρια αρχαίων καταστροφών. Η αυλαία της Μικρασιατικής χίμαιρας, η αυλαία της «Μεγάλης Ιδέας» έπεφτε άδοξα, συμπαρασύροντας το όνειρο της Ελλάδας «των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών». Ένα πικρό τετράστιχο κλείνει μέσα του ολόκληρο τον πόνο του ξεριζωμού, την απύθμενη οδύνη της προσφυγιάς... Μοιρολογάει, λοιπόν, με τον τρόπο του και λέει αυτό το σμυρναίικο τραγούδι: Σαν της Σμύρνης το γιαγκίνι / στο ντουνιά δεν έχει γίνει Ιταλοί και Αγγλογάλλοι / βοηθούσαν τον Κεμάλη! Τα χρόνια της καταστροφής ακολούθησαν εκείνα της θλίψης. Κάθε Θεριστή και Αλωνάρη ο λίβας του καλοκαιριού συνέχιζε να φυσάει καυτός, μπολιασμένος με τις μυρουδιές του φλισκουνιού, της αγριαμέντας και του αποκάλαμου... Στις μεγάλες ζέστες του καλοκαιριού οι γυναίκες δεν έπαυαν να κρυφοστενάζουν ογρές από αποθυμιά ή τις κρύες νυχτιές του χειμώνα να μπλέκουν τα πόδια τους ανάμεσα σ’ εκείνα των αντρών για να ζεσταθούν, κάνοντας όνειρα κι υπομονή...Η νύχτα άδραξε τη μέρα. Οι μισοί πολεμούσαν τους άλλους μισούς κι οι υπόλοιποι έκαναν το σταυρό τους, άνοιγαν τάφους... Μια ανταριασμένη ερημιά και μνήματα μονάχα υπήρχαν ένα γύρο, που τα ’δερνε η βροχή. Τίποτ’ άλλο. Ψυχή πουθενά. Μονάχα μνήματα, όσο έκοβε το μάτι. Και κυπαρίσσια, στο έλεος της ομίχλης... Άνοιξη έμπαινε σε λίγο. Αναθαρρήσαμε κάπως...