Διακόσια χρόνια μετά τη γέννηση του Μαρξ, συνομιλώντας με το φάντασμά του, πραγματευόμαστε, ίσως περισσότερο από ποτέ, το βάρος μιας κληρονομιάς, που αφέθηκε να ολοκληρωθεί στα οδοφράγματα της ιστορίας. Είναι εκείνη που τροφοδοτεί εν τέλει την τόσο διάσημη, μα στην πράξη λησμονημένη, μαρξική επιταγή· να απελευθερώσουμε την κριτική.
Η κριτική έμελλε να αναζητήσει μονάχα μία ζωή πρακτική. Πραγματικών ανθρώπων, που ζουν μεταξύ ανθρώπων, που κουβαλούν στις πλάτες όσους έφυγαν κι εκείνους που μέλλονται για να 'ρθουν. Μία ζωή, αυτών που μπορούν να πυκνώσουν τον χρόνο, δίνοντας στη φαντασία σάρκα και οστά, μιας και τα πνεύματα ακόμη των ηττημένων νεκρών, στοιχειώνουν με τη φασματική παρουσία τους την προσωπική και συλλογική μνήμη, τους σύγχρονους και ελευσόμενους αγώνες. Καθώς είναι, τα πνεύματα αυτά, μολυσμένα από ύλη. Οι ικανότητες των πραγματικών ανθρώπων φέρνουν στο προσκήνιο της ιστορίας τον ενεστωτικό χρόνο, όταν με τις ικανότητες αυτές δύνανται να απελευθερωθούν από τη φαντασιοπληξία, να επανεφεύρουν μέσω της φαντασίας.
Αναζητώντας τη χαμένη, από τις ερμηνείες του μαρξικού έργου, φαντασία, αναζητώντας επιθυμίες, φετίχ, φάσματα, σκιές, βρήκαμε στη λογοτεχνία γόνιμο έδαφος για να επαναθέσουμε το ερώτημα της κριτικής. Αναζητώντας μια χαρτογράφηση των εκλεκτικών συγγενειών του Μαρξ με τους Σαίξπηρ και Γκαίτε, ψάχναμε μονάχα έναν τρόπο να σκεφτούμε τη συγχρονία θεωρίας και πράξης, για την οποία δεν βρήκαμε καμιά γραπτή απάντηση, παρά μόνο μια εικόνα απαστράπτουσα σε μια στιγμή κινδύνου.