Ο Νάνος Βαλαωρίτης είναι σαφώς μια αφετηρία και μια συνέχεια του μοντερνισμού. Ενώ ξεκινά από τον Σεφέρη -και εν μέρει από τον Γκάτσο- και ενώ αναφέρεται επίσης στον Ελύτη, ξανοίγεται πέρα από τον Κάλας, και μετά τη διεθνή του σταδιοδρομία πορεύεται και πέρα από τις νεότερες ροπές γραφής, λ.χ. τους μπίτνικ, και παλιότερα του ιμαζισμού, του ντανταϊσμού και του φουτουρισμού, σε μια μεταπολεμική τελικά ολοκλήρωση του μοντερνισμού, η οποία και συντελείται μέσω του γλωσσοκεντρισμού του. Στο πέρασμά του πάντοτε από τον υπερρεαλισμό στον μετα-υπερρεαλισμό.
Σε αντίθεση με τους σημαντικούς μας ποιητές που αντλούν κατευθείαν από την αρχαία και τη νεότερη -σε μια φυσιολατρική εκδοχή- ανδραγαθία (Σεφέρης, Φάλκος και Ελύτης αντίστοιχα) ο Βαλαωρίτης συνεχίζει την τάση που εκδηλώθηκε στα πρόσωπα των Εγγονόπουλου και Εμπειρίκου, δίνοντας έμφαση στο στυλ και στη γλώσσα. Όχι ως "γλωσσοπαρμένος" (βλ. Σολωμό και Αρ. Βαλαωρίτη, στοιχειωμένους δηλ. ποιητές από λέξεις), ούτε ως "εκκεντρικά γλωσσομανής" (βλ. Κάλβο και Καβάφη) αλλά ως "γλωσσογενής", όπως κι ο Κακναβάτος και ο Παγουλάτος. Μια γλώσσα που αντικαθιστά το υπερρεαλιστικό υποσυνείδητο με τον εαυτό της και που είναι πλέον αυτή που υπαγορεύει αντί του ασυνειδήτου.
Όταν πρωτοεκδόθηκε το παρόν κείμενο (Κοινωνία των Δεκάτων) ο Νάνος Βαλαωρίτης σημείωνε: "Το κείμενο αυτό για την ποίησή μου είναι το καλύτερο, συνοπτικό, διεισδυτικό όλου του έργου μου, που είναι δημοσιευμένο ή αναρτημένο [...]". Συμπληρωμένο και ουσιαστικά επαυξημένο επανακυκλοφορεί σε έναν άρτιο πλέον τόμο