Ήταν πρωί. Μια παραμονή Χριστουγέννων. Ο Κωνσταντίνος δεν είχε σχολείο. Στεκόταν στο παράθυρο του σαλονιού, δίπλα στο χριστουγεννιάτικο δένδρο και κοίταζε έξω. Οι άνθρωποι πήγαιναν κι έρχονταν χαρούμενοι φορτωμένοι με πακέτα και δώρα. Ψιλόβρεχε όταν η μαντάμ Ζουβέν πέρασε την πόρτα του μικρού κήπου. Κρατούσε δυο σακούλες με ψώνια και την ομπρέλα της, που της την έπαιρνε ο αέρας. Η Μαντάμ Ζουβέν έμενε στο διπλανό διαμέρισμα. Ήταν ψηλή και αδύνατη, με τα μαλλιά της πιασμένα κότσο, ντυμένη στα μαύρα, μ' ένα πουκάμισο που το κούμπωνε μέχρι ψηλά στο λαιμό με μια μαύρη καρφίτσα. [...] (Από την έκδοση)