Μπορώ να γράψω για τα ξύλα πως με κουράζουν, αλλά μ' αρέσει να τα μαζεύω. Μ' αρέσει να πηγαίνω και να 'ρχομαι, φορτωμένη. Να κουβαλάω πράγματα χρήσιμα, που θα με ζεστάνουν το χειμώνα. Μ' αρέσει να κουβαλάω τα ξύλα, αντί για τις σκέψεις που κουβαλάω συνήθως, που δεν τους φαίνεται αλλά είναι πιο βαριές. Μ' αρέσει, παρ' ότι πονάει το σώμα μου παντού κι είμαι γεμάτη γρατζουνιές στα μπράτσα. Μ' αρέσει που το σώμα μου μαθαίνει σιγά-σιγά στο κουβάλημα και τα πόδια μου πού να πατάνε στο μονοπάτι για να μην πέσω. [... ]
Μ' αρέσει η διαδικασία, και η ανάγκη της, πως πρέπει να την κάνω γιατί αλλιώς δε θα 'χω ξύλα να κάψω για να ζεσταθώ. Μ' αρέσει που πρέπει, γιατί το πρέπει αυτό είναι απλό και πρακτικό, όχι σαν τ' άλλα που 'ξερα παλιά. Στην άλλη μου ζωή.
Στην άλλη μου ζωή έπρεπε πολλά και κουβαλούσα άλλα τόσα. Και τα πλήρωνα. Όλα μπορούσα να τ' αγοράσω, κι όλα τα πλήρωνα μετά. Κι αν μου 'λεγαν τότε πως θα μάζευα ξύλα για να ζεσταθώ και πως θα μ' άρεσε, θα γελούσα. Αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Κι αν τ' ακουμπήσεις λίγο κάτω, όλα αυτά που κουβαλάς, κι αφήσεις χώρο για τα άλλα, ίσως ν' αρχίσεις να μαθαίνεις. Πόσα μπορείς και δεν μπορείς. Πόσα δεν ξέρεις. Πόσα αντέχεις. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)