Μια μέρα, στο λιβάδι δεν φυσούσε πολύ, και δύο μονάχα φύλλα κατάφεραν να πέσουν από το δέντρο. Εκείνη τη στιγμή, καθόταν και αναρωτιόταν τι νόημα είχαν όλα όσα ζούσε και πού να ήταν άραγε αυτή η φωνή που του είχε υποσχεθεί ότι θα τον ακολουθούσε. Τα δύο φύλλα έπεσαν ακριβώς πάνω του. Το ένα είχε πάρει το σχήμα μολυβιού και το άλλο ήταν ένα χαρτί που στην επιφάνειά του ήταν γραμμένα τα εξής λόγια: «Δώσε κι εσύ ζωή σ’ ένα λευκό φύλλο χαρτί, γράφοντας κάτι που αισθάνεσαι πραγματικά. Ύστερα μοίρασέ το. Μη φοβάσαι αν σε απορρίψουν ή αν δεν σε κατανοήσουν. Να είσαι ειλικρινής. Κάνε εσύ το πρώτο βήμα και ίσως κάποτε να καταφέρεις να σπάσεις το τείχος, όπου πιστεύεις πως έχεις εγκλωβιστεί».