Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται διεθνώς έντονο ενδιαφέρον για την παραγωγή ελαιούχων σπόρων, που χρησιμοποιούνται ως πρώτη ύλη για την παραγωγή βιοντίζελ. Σύμφωνα με πρόσφατη Οδηγία της Ε.Ε., η κατανάλωση βιοκαυσίμων πρέπει να καλύπτει, για το 2010, ποσοστό 5,75% της συνολικής ποσότητας πετρελαίου στον τομέα των μεταφορών. Η στροφή προς την παραγωγή βιοντίζελ μέσω της καλλιέργειας ενεργειακών φυτών αποτελεί μία πρόκληση, αλλά και εναλλακτική λύση ταυτόχρονα στα σημερινά αδιέξοδα που αντιμετωπίζουν οι Έλληνες αγρότες μετά την εφαρμογή της ΚΑΠ σε καλλιέργειες που τελούν υπό περιορισμό, όπως είναι το βαμβάκι, το σιτάρι και ο καπνός. Στόχος του βιβλίου αυτού είναι να συμβάλλει στη βελτίωση του επιπέδου της γνώσης αναφορικά με τους σημαντικότερους παράγοντες της καλλιέργειας της ελαιοκράμβης, καθώς και τις οικονομικές της αποδόσεις. Εξετάζονται τα βοτανικά χαρακτηριστικά του φυτού, οι καλλιεργητικές πρακτικές της ελαιοκράμβης και ο ρόλος της στην προσπάθεια που πρέπει να καταβληθεί για την παραγωγή βιοντίζελ. Με δεδομένη τη συμβατότητα της ελαιοκράμβης με τις ελληνικές κλιματολογικές συνθήκες, καταγράφονται, βήμα προς βήμα, οι περιβαλλοντικές και καλλιεργητικές απαιτήσεις του φυτού (απαιτήσεις σε εδαφοκλιματικές συνθήκες και καλλιεργητικές φροντίδες) και οι αποδόσεις του σε σπόρο και κατόπιν σε λάδι. Έμφαση δίνεται στους βοτανικούς χαρακτήρες, τους εχθρούς και τις ασθένειες, τις ποικιλίες, την έκθλιψη του σπόρου και τι χρήσεις του λαδιού ελαιοκράμβης. Παρουσιάζονται επίσης οι πειραματικές καλλιέργειες στην Ελλάδα, το θεσμικό πλαίσιο ενισχύσεων για τους ελαιούχους σπόρους και τα σιτηρά, καθώς και τα οικονομικά αποτελέσματα της καλλιέργειας.