Η περιπέτεια του κειμένου αυτού αρχίζει το 1964, όταν ο Κάρολος Κούν, σχεδιάζοντας ν' ανεβάσει τους «Πέρσες», μου ζήτησε να του παραδώσω μια νέα μετάφραση. Στρώθηκα με όρεξη στη δουλειά. Ο Βασίλης Βασιλικός με βοηθούσε δακτυλογραφώντας όσες σελίδες ετοίμαζα: τις περίμενε ο Κούν για τις πρόβες του (που κράτησαν τελικά οκτώ μήνες) και ο Γιάννης Χρήστου για τη μουσική του. Όταν, το καλοκαίρι του 1965, ύστερα από μια επιτυχημένη σταδιοδρομία στο Λονδίνο και το Παρίσι, οι «Πέρσες» παρουσιάστηκαν και στο Ηρώδειο, είχαμε κιόλας μπει στην κρίση των Ιουλιανών: η πολιτική ατμόσφαιρα της εποχής φόρτιζε το έργο με πρόσθετες σημασίες. Ωστόσο το πρόβλημα για μένα ήταν πώς η πρώτη αυτή μορφή της μετάφρασής μου -κι ας παίχθηκε επί χρόνια εντός κι εκτός Ελλάδος από τον Κάρολο Κούν, κι ας ξαναπαίχθηκε στην Επίδαυρο μετά το θάνατό του (το 1987 και το 1988), κι ας δημοσιεύθηκε το 1965 στο περιοδικό Θέατρο και το 1966 αυτοτελώς και εν αγνοία μου από τις «Πολιτικές και λογοτεχνικές εκδόσεις» του εξωτερικού, κι ας χρησιμοποιήθηκε επίσης από τον Θόδωρο Τερζόπουλο στις παραστάσεις του (1990-1992)- με ικανοποιούσε ολοένα και λιγότερο. Όσο περνούσαν τα χρόνια, τόσο οι ενδοιασμοί μου δυνάμωναν. Ήξερα πως θα θεωρούσα το κείμενό μου οριστικό (άρα και δημοσιεύσιμο) μόνο αν το ξαναδούλευα έχοντας ξεδιαλύνει ορισμένα ζητήματα σχετικά με τον τρόπο μετάφρασης της αρχαίας τραγωδίας. Στα 1983, μεταφράζοντας, και πάλι για τον Κούν, τον «Προμηθέα Δεσμώτη», ξαναβρέθηκα μπροστά στα ίδια προβλήματα. Όμως κάποιο προχώρημα μέσα μου είχε γίνει. Τότε επιχείρησα ξανά μιαν άλλη μετάφραση των «Περσών». Το ίδιο και δύο χρόνια αργότερα. Δοκιμές και προσπάθειες ανάμικτες με ελπίδες και απογοητεύσεις. Τέλος, ο επίλογος: η συνεργασία μου με τον Λευτέρη Βογιατζή για τις παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου (καλοκαίρι 1999). Νέο ξεκίνημα; Όχι ασφαλώς. Αλλά πάντως έναυσμα για μια νέα μεταφραστική επεξεργασία. Γιατί τώρα ήταν δίπλα μου όχι μόνο ένας ταλαντούχος ηθοποιός και σκηνοθέτης, αλλά κι ένας φιλόλογος προσεκτικός και ευα