Το ποίημα "Πόρφυρας" αρχίζει να απασχολεί τον Σολωμό πιθανότατα αμέσως μετά το σχετικό περιστατικό (19.7.1847). Την ημέρα εκείνη, γύρω στις 7 μ.μ., ένας πόρφυρας (έτσι έλεγαν στην Κέρκυρα τον καρχαρία) κατασπάραξε κοντά στον μώλο της Μαντρακίνας κάποιον άγγλο στρατιώτη που κολυμπούσε. Η "Εφημερίς των Ιονίων Νήσων" της 24ης Ιουλίου γράφει: "Θαλάσσιον τέρας γιγαντιαίου μεγέθους ώρμησεν αιφνιδίως κατά στρατιώτου του 36ου τάγματος, όστις εκολύμβα μετά τινων άλλων συντρόφων του...
Αφού ήρπασεν την βοράν του με τους οδόντας, ο καρχαρίας εβυθίσθη δια να την καταφάγη, αφίνων την επιφάνειαν της θαλάσσης βαμμένην με αίμα". Το φύλλο της 31ης Ιουλίου πληροφορεί ότι βρέθηκε το σώμα, μεταφέρθηκε στο φρούριο και κηδεύθηκε στο νεκροταφείο. Οι στρατιώτες ακολούθησαν την πομπή. Από τον άτυχο νέο έλειπε "ο δεξιός βραχίων". Ο Σολωμός θα το θυμηθεί αυτό στο σχετικό ιταλικό σχεδίασμα, ενώ σκόπιμα θα παραλείψει τη μνεία των άλλων κολυμβητών. [...]