"Η επιχείρηση είναι δικιά μου! Ούτε ο Σατανάς ο ίδιος δε θα βάλει χέρι!" είχε δηλώσει η κυρά Ξένη βαρώντας το χέρι στο τραπέζι. Και ο Σατανάς της χτύπησε τη πόρτα.
Τέσσερις περίεργοι επισκέπτες έκαναν την εμφάνιση τους στην πανσιόν. Κατέφτασαν από το πουθενά, σε εντελώς νεκρή τουριστική περίοδο (τα τελευταία δέκα χρόνια). Βρωμάγανε σκοτεινιά και αλλοκοτίλα. Χάθηκαν όμως την ίδια νύχτα που χάθηκε και η καμαριέρα. Το κορίτσι βρέθηκε αργότερα. Ο Χριστός κ' η Παναγία, είχε επιτεθεί σε ζωντανά πρόβατα! Η ίδια βρωμούσε χειρότερα από τα ψοφίμια. Παράλληλα καταγγελίες από το χωριό έλεγαν ότι ανησυχητικά πράματα άρχισαν να γυρνοβολάνε στα καλντερίμια.
Τις πρώτες μέρες ήταν καλά. Όσο ο σύζυγος ταξίδευε, η κυρά Ξένη, αρχόντισσα, έκανε το παλιό εξοχικό πανσιόν πολυτελείας. Πανσιόν, "Η Δάδα της Περσεφόνης". Τώρα η Δάδα έμεινε απομονωμένη και μουλιασμένη, με τον βουνίσιο αέρα να τρυπώνει στους φαρδείς διαδρόμους και η κυρά Ξένη να κάθεται και να αναπολεί τις δοξασμένες μέρες του παρελθόντος.
Το πρόβλημα βρίσκεται στο θάλαμο, βαθιά στα έγκατα της Δάδας. Μέσα στο χειμωνιάτικο παλιόκαιρο η κυρά Ξένη πρέπει να αναλάβει δράση. Έχει μαζί της τα χαπάκια της, το λυσσασμένο γερό-παπά, το διάκονο και τους δύο ασυγκέντρωτους χωροφύλακες.