- Θυμούμαι, μωρέ παιδιά, με πόση χαρά σηκώνουμουν τις θεοσκότεινες βροχερές νύχτες του χειμώνα, με τους αγέρηδες, τις μπόρες και τ’ αστραπόβροντα, για να πάω στον αχεριώνα μου, να γεμίσω το σακί άχερα και ν’ αχεροταΐσω τα βούγια και το μουλάρι στο στάβλο! Να τους βάλω και με το λεκανίδι το κρασομουσκεμένο ρόβι, τους βίκους, και τις ταγές, για να δυναμώνουν και να σέρνουν αεράτα τ’ αλέτρι στο χωράφι την άλλη μέρα. Γύριζα μετά κι έθετα στη ζέστα του κρεβατιού μου με χίλια όνειρα και με την ευκή και την ’πεθυμιά να ξημέρωνε η άλλη μέρα, χωρίς βροχή. Να σηκωθούμε με το φαμέγιο μου, το Φραγκιό, να καβαλτίσομε με το χοντροζούμι και τα τηγανητά αυγά με τα σύγλινα, να ντουρντίσομε τα σύνεργα της γεωργικής και τα ζωντόβολα, και να χυθούμε στις εξοχές! Να φτάσομε στο χωράφι, να ζέψομε τα ζωντόβολα στο ζυγό και στ’ αλέτρι, να ζευγολατούμε, να σκάβομε τις αγγουράδες, και, όσες στιγμές ένιωθα κουρασμένος, να πιάνω από το καλλουργημένο χωράφι ένα βωλαράκι χώμα, να το μυρίζομαι, κι ύστερα να το πετώ ψηλά στον αγέρα τραγουδώντας την κούραση και τη λαχτάρα μου: "Θέ’ μου..." έλεγα, "... και νά ’χα τη ζωή και τη δύναμη τούτης της γης! Και τη μοσκοβολιά, και την καλοσυνάδα της, τη χουβαρντοσύνη της, την αγάπη, το Πνέμα, και το Μεγάλο της Μυστήριο! Να μπόρουν κι εγώ να θρέφω με την αγάπη μου μύριες ζωές, ανθρώπους και ζωντόβολα, ελιές, δρυγιάδες, πρίνους και θεριά! Ήθελα, Θέ’ μου, νά ’μουνα γής!"
Τα έργα της τέχνης του λόγου, όπως και της κάθε τέχνης, δεν είναι δηµιουργήµατα ήρεµων εγκεφαλικών λειτουργιών Γραφείου. Είναι γεννήµατα και στοχασµοί επώδυνου ψυχικού και διανοητικού τοκετού. Σαν τέτοια, λοιπόν, µπορεί νά ’χουν -και έχουν- και κάποια ψεγάδια. Όµως έχουν µέσα τους και πολύ λυρισµό και πολλή αλήθεια! [...]
Αλάνθαστοι είναι µόνο οι άπραγοι. Οι αδρανείς. Γι’ αυτό και τα λάθη των δηµιουργών, των όποιων δηµιουργών -επαναλαµβάνω-, θαρρώ πως µπορούν να χαραχτηρίζονται πολύ µικρά κι ασήµαντα, ή κι ούτε καν λάθη, µε την ουσιαστική τους έννοια! Το µεγάλο λάθος είναι η απραξία. [.