Τέλος της άνοιξης του 1967. Η ένταση κλιμακώνεται στη χερσόνησο του Σινά και τα τανκς των Συνταγματαρχών έχουν ήδη κατέβει στους δρόμους της Αθήνας. Ο Λίαμ ανοίγει για πρώτη φορά τα μάτια του και αντικρίζει το νησί, έναν τόπο ξένο για εκείνον. Είναι ένα παιδί διαφορετικό από τα άλλα, μαυριδερό, με ιδιαίτερη προφορά. Απόμακρο και μοναχικό, σαν τον Αίγαγρο που ζει στην ανατολική πλευρά του νησιού. Με έναν σάλτο βρίσκεται στην εποχή της Μεταπολίτευσης και στην Αθήνα. Η εφηβεία του σημαδεύεται από ροκάδες, συναυλίες και πειρατικά ραδιόφωνα. Το ατύχημα στο Τσερνόμπιλ σοκάρει την ανθρωπότητα, η Ελλάδα σηκώνει το κύπελλο στο Ευρωμπάσκετ και εκείνος διψάει για ένα συναίσθημα που δεν έχει νιώσει ακόμη. Μια πατρίδα, ίσως, στη Μεγάλη Βρετανία. Η κυβέρνηση της Θάτσερ διανύει την τελευταία θητεία της, το κίνημα κατά του Απαρτχάιντ δυναμώνει και πάνω σε τοίχους με γκραφίτι και μέσα σε στίχους τραγουδιών, ψάχνει απαντήσεις για την ανισότητα και την αδικία, εξηγήσεις για μια πραγματικότητα που αδυνατεί να αποδεχτεί. Ακόμη έναν σάλτο, αυτή τη φορά στο μεγάλο βράχο της Αμερικής. Οι Δίδυμοι Πύργοι καταρρέουν δίπλα του, μα εκείνος είναι αποφασισμένος να σκαρφαλώσει πιο ψηλά απ’ όλους. Τρώει ψίχα από αστακό καθώς η Λίμαν Μπράδερς χρεωκοπεί και η οικονομική κρίση επεκτείνεται σε όλη τη γη. Τα πάντα μεταλλάσσονται με ιλιγγιώδη ταχύτητα και το μόνο που δεν αλλάζει ποτέ στη ζωή του Λίαμ, είναι η ανάγκη του να ανακαλύψει τη θέση του στον κόσμο.