[...] Έδειχνα απάθεια, σταμάτησα να αισθάνομαι. Ούτε εφιάλτες είχα. Δεν έβλεπα πια τα πρόσωπα αυτών που είχα σκοτώσει. Είχαν σταματήσει και αυτά τις επισκέψεις. Το πρωί στο γραφείο υποδεχόμουν τις ορδές των αγανακτισμένων φορολογουμένων. Έδινα συμβουλές σε αυτούς που είχαν πελαγώσει με τις δηλώσεις, τα Ε9 και τις ληξιπρόθεσμες οφειλές. Όταν χτυπούσε το κινητό (της δουλειάς) έπαιρνα ατάραχος την εντολή και ετοιμαζόμουν πνευματικά και σωματικά για τη σωστή διεκπεραίωσή της. Δεν είχα αναστολές και δεν έμπαινα σε δεύτερες σκέψεις για τις δολοφονίες που διέπραττα. Αυτό με έκανε ακόμα πιο αποτελεσματικό και περιζήτητο στη δουλειά. Αποδέχτηκα την κατάσταση, αφού δεν μπορούσα να κάνω κάτι να την αλλάξω, έχοντας περιέλθει σε ένα καθεστώς ανοσίας, ένα είδος ακηδίας. Λειτουργούσε σαν άμυνα στον οργανισμό μου. Σκεφτόμουν τη διαδρομή μου από το ορφανοτροφείο και μετά. Ήταν προδιαγεγραμμένη και προαποφασισμένη από τον Μαυροδάκο. Η τακτική του, γνωστή: Παρακολουθούσε στενά παιδιά που ήταν σε ιδρύματα και, ανάλογα με τον χαρακτήρα, την αντοχή και τις ικανότητές τους, τα χρησιμοποιούσε για τους βρομερούς σκοπούς του. Τα περισσότερα από αυτά, κακοποιημένα, παρατημένα και συναισθηματικά ασταθή, αποτελούσαν ζυμάρι στα χέρια του. Τα εκμεταλλευόταν όπως και όποτε ήθελε τάζοντάς τους χρήματα και καλή ζωή. Ευτυχώς ο Τέλης δεν του έκανε. Τον μισούσα για τη ζωή που μου κατέστρεψε. Δεν αντιδρούσα σε αυτά που μου ζητούσε. Έκανα τον δημόσιο υπάλληλο, έδινα οικονομικές συμβουλές κ.ά. Αυτό το «κ.ά.» ήταν η εκδίκησή μου για το «κ.ά.» του εξιτηρίου του Τέλη, μετά από όσα έγιναν στο ίδρυμα. Τον είχα αφήσει να νομίζει πως ήμουν πειθήνιο όργανό του, όμως περίμενα καρτερικά τον από μηχανής θεό που θα με έβγαζε από το αδιέξοδο και θα κατέστρεφε τον μαφιόζο. Μόνος μου δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Τον σιχαινόμουν όπως και τον περισσότερο κόσμο. Ακόμα και η Δανάη, που τόσο αγάπησα, είχε φύγει τόσα χρόνια χωρίς να μου δώσει μια εξήγηση.
Δεν γούσταρα να νιώθω τίποτα. Περίμενα κάθε Παρασκευή τη μάζωξη στου Τέλη για να επικοινωνήσω με ανθρώπους που αγαπούσα και όχι με κωδικούς, όπως έκανα με τους μαφιόζους. Έφευγα πάντα με χαμόγελο από το σπίτι του κολλητού μου. Μετά ξαναέπεφτα στη μονοτονία και στο τέλμα περιμένοντας μια νέα εντολή, μια νέα αποστολή. [...]