[...] Τη στιγμή που χανόταν κάπου ανάμεσα στο μη αισθητό και στο όνειρο, άκουσε στο βάθος και από μακριά έναν ήχο κουδουνιού. Στην αρχή αδιαφόρησε, αλλά μετά, καθώς ο ήχος γινόταν όλο και πιο έντονος, άρχισε να τον επεξεργάζεται στο μυαλό της. Ενώ συνειδητοποιούσε ότι αισθανόταν χάλια, ότι ήταν κατά κάποιον τρόπο άρρωστη, αντιλήφθηκε σταδιακά ότι αυτός ο ήχος ήταν μάλλον ήχος από ξυπνητήρι. Αλλά όχι το δικό της ξυπνητήρι. Άνοιξε τα μάτια και κοίταξε το ταβάνι. Ούτε αυτό ήταν το δικό της ταβάνι.
Πετάχτηκε από το κρεβάτι, ένα μεγάλο διπλό κρεβάτι σε ένα δωμάτιο που το έβλεπε για πρώτη φορά. Το κεφάλι της βούιζε και πόναγε, λες και της το βαράγανε με σφυρί, το στόμα της ήταν στεγνό και βρομούσε. Τι έγινε, ρε γαμώτο; σκέφτηκε. Πού είμαι; Ήταν μόνη της. Τεντώθηκε μέχρι την άλλη άκρη του κρεβατιού για να πιάσει το ξυπνητήρι που χτυπούσε. Το έκλεισε, γιατί αυτός ο γελοίος και ενοχλητικός ήχος τής τρύπαγε τα αυτιά, και είδε πως η ώρα ήταν οκτώ παρά τέταρτο, η ώρα δηλαδή που κάθε πρωί καθημερινής έβαζε το δικό της ξυπνητήρι για να πάει στη δουλειά.
Δεν θυμόταν τίποτα. Ούτε πώς είχε φτάσει σε αυτό το σπίτι, ούτε ποιανού ήταν. Το τελευταίο πράμα που θυμόταν ήταν που τα έπινε με τη Χριστίνα σε εκείνο το τσιπουράδικο στη Νέα Φιλαδέλφεια. Περνάγανε καλά, αλλά έγινε όντως γκολ και ξύπνησε με αμνησία. Αισθανόταν ότι είχε πιει πάρα πολύ. Υπάρχει ένα χρονικό σημείο που, αν ξεπεράσεις μια συγκεκριμένη ποσότητα αλκοόλ, περνάς στην άλλη όχθη του ποταμιού, στην αλλόκοτη συμπεριφορά και στη λήθη. Κάποιοι μπορούν να το ελέγξουν αυτό το σημείο, κάποιοι άλλοι δεν μπορούν και κάποιοι τρίτοι δεν θέλουν. Η Μαρία βρισκόταν κάπου ανάμεσα στη δεύτερη και στην τρίτη κατηγορία.
Την ώρα που σηκώθηκε συνειδητοποίησε πως ήταν γυμνή. Βρήκε τα ρούχα της πεταμένα γύρω από το κρεβάτι. Με κάποιον πηδήχτηκα, σκέφτηκε. Άρχισε να ντύνεται γρήγορα και αγχωμένα. Είχε κάνει κατά καιρούς διάφορες μαλακίες, αλλά σε τέτοια άθλια κατάσταση δεν είχε ξαναβρεθεί. Το στομάχι της άρχισε να ανακατεύεται. Κατευθύνθηκε προς την πόρτα του δωματίου, που δεν ήταν εντελώς κλειστή γι’ αυτό και έμπαινε φως από εκεί. Βγήκε σ’ έναν μικρό διάδρομο που οδηγούσε σε έναν μεγάλο φωτεινό χώρο, που ήταν το σαλόνι του σπιτιού μαζί με την κουζίνα. Ούτε εκεί ήταν κάποιος. Άγνωστα όλα. Αριστερά της ήταν μια πόρτα με τζαμάκι στο πάνω μέρος. Τουαλέτα, σκέφτηκε. Μπήκε, είδε τον εαυτό της στον καθρέφτη και ξενέρωσε.
«Πω, ρε πούστη μου, χάλια» μονολόγησε.
Ξεκίνησε να πλυθεί, αλλά οι έντονες διεργασίες που λάμβαναν χώρα στο στομάχι της την ανάγκασαν να σκύψει πάνω από την τουαλέτα. Η πρώτη ρουκέτα ήταν ήπια αλλά αηδιαστική. Στη συνέχεια ήρθε το πολύ πράμα, μαζικά και κάπως ανακουφιστικά. Το περιεχόμενο των εξαγωγών της την βοήθησε να θυμηθεί κάτι μεζεδάκια που είχε φάει. Αισθάνθηκε καλύτερα και άρχισε να πλένεται στο πρόσωπο. Της ήρθε η διάθεση να κάνει ένα ντους, αλλά ήθελε πρώτα να δει όλο το σπίτι, να δει πού στο διάολο ήτανε.
Όταν βγήκε από την τουαλέτα κατάλαβε ότι η ανακούφιση που είχε νιώσει πριν ήταν εντελώς προσωρινή. Την περίμενε μια δύσκολη μέρα – σιγά μην πήγαινε στη δουλειά. Στην απέναντι πλευρά του σαλονιού είχε άλλη μια πόρτα μισάνοιχτη. Προχώρησε, κοίταξε επιφυλακτικά. Ούτε εκεί ήταν κανείς. Από την μπαλκονόπορτα έμπαινε πολύ φως. Την άνοιξε και βγήκε στο μπαλκόνι. Η μέρα ήταν τέλεια, άκρως αντίθετη με τη σωματική και ψυχική της κατάσταση. Συνειδητοποίησε πως βρισκόταν ψηλά, στον πέμπτο ή έκτο όροφο κάποιας πολυκατοικίας. Το αεράκι που έσκαγε πάνω της τη βοήθησε να αισθανθεί κάπως καλύτερα. Απέναντι έβλεπε και άλλες πολυκατοικίες, όχι τόσο πυκνές όπως στη γειτονιά της, τα Κάτω Πατήσια. Εξάλλου από πίσω, στο βάθος, υπήρχε ένα βουνό. Ποιο βουνό ήταν αυτό; Γυρνώντας δεξιά, πολύ μακριά στο βάθος έβλεπε θάλασσα. Υπέθεσε ότι βρισκόταν κάπου στα βόρεια προάστια. [...]