"Στο βάθος της μνήμης βλέπω καθαρά τη χειραφετημένη ανθρωπότητα να ατενίζει το μέλλον της αβέβαιο με την προδομένη, από καταβολής της κτίσεως του κόσμου, εντολή του Θεού: ου φονεύσεις! Χιλιάδες χρόνια πέρασαν, λαοί γενναίοι πάλεψαν και προφητείες έγραψαν με το αίμα τους: δικαιοσύνη. Όμως τούτη η εντολή μας φοβερίζει ακόμη ανεκπλήρωτη", αναλογίστηκε η Έλενα γιατί θυμήθηκε το παιδί που είδε... μια μέρα στο παγκάκι νηστικό και φοβισμένο και του αγόρασε ένα σάντουιτς να φάει. Κι εκείνο πήρε θάρρος, ονόμασε τον οίκτο μες στα μάτια της αγάπη και άρχισε σιγά-σιγά να της ξομπλιάζει το συναξάρι της πικρής ζωής του σε μια πυκνή τοιχογραφία για τη λατρεία της αφήγησης. Η Έλενα γύρισε σπίτι και ξαφνικά σταμάτησε ο χρόνος σε όλα τα ρολόγια. Ένα κερί στη μέση στο μακρύ τραπέζι της κουζίνας, πριν από ώρες αναμμένο για να φιλτράρει τον αέρα από τα απανωτά τσιγάρα της, φάνηκε πια να αργοσβήνει. "Κρατήστε ζωντανό το χρόνο", σκεφτόταν, με τους καπνούς που χόρευαν θρυμματισμένοι σε ιδεογράμματα μαγείας πάνω από τις τελευταίες σπίθες της αδύναμης φλόγας του"... [...] (Από την έκδοση)