Η ΑΝΝΑ ΑΧΜΑΤΟΒΑ
ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗ ΛΟΥΜΠΙΑΝΚΑ*
Τη φλόγα έσβησε μια παγερή πνοή
στέκω εδώ ξεχασμένη άμετρο χρόνο
περνούν κορίτσια που μου γνέφουνε μετά γυναίκες
μετά γριές μετά τίποτε κι εγώ περιμένω
αλήθεια τι; -ντυμένη στα μαύρα- γιατί;
το σώμα μου κύρτωσε η μορφή μου ρυτίδιασε
ας τραβήξω το σάλι τα μαλλιά μου να σιάξω
μα τι νόημα έχει απ' τα Ουράλια ως πέρα
στης Καμτσάτκας τα μέρη κανείς δεν απόμεινε.
Μια καμπάνα ακούω μονάχα μια καμπάνα βαριά
με αρχαίο τρόπο φτιαγμένη μες στη ρώσικη γη
κοχλάζει ο μπρούντζος στη χωμάτινη μήτρα
κι οι τεχνίτες διαρκώς να χτυπούν να χτυπούν
μια καμπάνα ακούω μια καμπάνα στ' αυτιά μου
-χτυπούν οι τεχνίτες χτυπούν- νωθρή θρηνητική ολοένα.
Δεν αγαπάω κανένα δεν θυμάμαι κανένα
τα δάχτυλα τα πνεμόνια μου ξύλιασαν
ο νους μου βυθίζεται παγερή ερημιά στο κορμί μου
σκιές με παλτά μακριά σαρώνουν το χιόνι
άξαφνα γίνομαι ένας μικρός βοηθός
στο Ιπποδρόμιο του Βυζαντίου μαγεμένος κοιτώ
στο παχνί τους φρουμάζουνε άτια περήφανα
ελεεινοί τα φροντίζουν επήλυδες
το χυδαίο τους φέρσιμο γοερή μια αντίθεση
στην απόλυτη ευγένεια των ζώων.
Είμαι τώρα σε καράβι που ανοίγεται
δεν ξεκρίνω στεριά ουρανό μόνο ετούτους τους κίτρινους
τοίχους τα χλωμά καντήλια μιας πόλης που τρέμουν
η αποκάλυψη σέρνεται με φωνές σιγανές
παντού παγωνιά κι ένα φως λερωμένο
η ζωή μου κλεισμένη σ' αυτή τη στιγμή.
* Περιβόητη φυλακή της Μόσχας και έδρα των υπηρεσιών ασφαλείας του σοβιετικού κράτους. Η Άννα Αχμάτοβα την επισκέφτηκε με τη σύλληψη του πρώτου της άντρα, ποιητή Νικολάι Γκουμιλιόβ, ο οποίος εκτελέστηκε το 1921, αλλά και με τις κατοπινότερες συλλήψεις του γιού της, Λεβ Γκουμιλιόβ, και του τρίτου συζύγου της, του ιστορικού τέχνης Νικολάι Πούνιν, που τελικά πέθανε στο κελί.