Είναι φορές που το βλέμμα γλιστράει από την πραγματικότητα και καθηλώνεται στον χώρο αμέτοχο, δίχως σκέψη, δίχως ήχους και δίχως χρώματα. Κι αυτή η απρόσμενη στιγμιαία ακινησία του χρόνου δίνει το έναυσμα να αντιληφθείς με άλλη οπτική γωνία τη ζωή. Είναι η στιγμή που η ψυχή σε σπρώχνει απαλά να ενσκήψεις όχι στο περιβάλλον, μα στον δικό της κόσμο. Δεν το ζητάει επίμονα, δεν το ζητάει συχνά. Αφήνει ορθάνοιχτα τα παράθυρά της κάπου κάπου για να ρίξεις έστω μια ματιά, φτάνει να το διακρίνεις, να το καταλάβεις. Και αυτό της αρκεί. Γιατί είναι πεπεισμένη πως όσο κι αν είναι φευγαλέο το βλέμμα θα καρφωθεί στην παράξενη μορφή της και δεν θα θέλει να φύγει.
Γιατί γνωρίζει πως εκεί θα δεις τον εαυτό σου, τις αδυναμίες σου, τις ευαισθησίες σου. Πως εκεί θα δεις και θα βρεις και τα δυο σου πρόσωπα που όχι μόνον χάνονται, αλλά και τα ξεχνάς στην καθημερινότητα. Θα δεις και θα βρεις πίκρες, πόνους κι απογοητεύσεις αλλά και εφήμερες επιτυχίες και ολιγόλεπτες χαρές. Πως εκεί το συναπάντημα λανθασμένων πράξεων με τα χρώματα και την ευαισθησία της δίνουν άλλη χροιά κι άλλη υφή στην περίτεχνη κορμοστασιά της. Και πως τα λάθη και σφάλματα που έντεχνα λησμονείς στη ζωή εγκαταλείπουν στη σειρά διαφόρων μεγεθών ουλές. Κι αν πιο προσεκτικά αγναντεύσεις ή λάμψεις τραβήξουν την προσοχή σου, αυτές είναι οι πενιχρές άσπιλες πράξεις που δίνουν αξία στη ζωή.
Ένας θαλασσόβραχος ελκυστικός στη μέση του πελάγους με οξύαιχμα και πλατύσωμα βράχια φαγωμένα από την αρμύρα και τον ήλιο κι ανάμεσα στα φιδόστρατα και στις κακοτοπιές φαντασμένες αρμυρήθρες ξημεροβραδιάζονται. Εκεί όλα τα Θαλασσοπούλια κουρνιάζουν και νυχθημερόν κράζουν πότε με ένστιχτα και πότε με συναισθήματα. Πότε με φθηνά κίνητρα και πότε με υποκριτικές αφορμές. Κι όσο λιγοστό το μάτι έβλεπε κρίταμο κι αρμυρίκι, τόσο άφθονα έβλεπε σωριασμένα φύκια για να τα παρασέρνει εμπαίζοντας ο άνεμος.
Μονάχα να, στων γηρατειών την ανηφόρα η αυθόρμητη κριτική αφήνει στα χείλη της ψυχής μια πίκρα, αλλά στην καρδιά της ένα ανεξίτηλο κι αθέατο α