Ραψωδία Σ 478-616: Ο Ήφαιστος κατασκευάζει την πανοπλία του Αχιλλέα
Στίχοι Σ 496-507: Στην αγορά της πολιτείας διεξαγόταν μια δίκη. Οι γέροντες έκριναν ορθότερα ως δικαστές-διαιτητές, εξομαλύνοντας τις διαφορές και περιορίζοντας τις φιλονικίες.
Ως δίκαιοι κριτές, που δημιουργούσαν εσωτερική σταθερότητα στην πολιτεία, κέρδιζαν δύο τάλαντα. Οι γέροντες που είχαν την απονομή της δικαιοσύνης, έπαιρναν (κέρδιζαν) δύο τάλαντα, τα οποία κατέθεταν οι δύο αντίδικοι (κατήγορος-κατηγορούμενος) στην αρχή της δίκης. Οι γέροντες ως δικαστές κρατούσαν στα χέρια τους τα σκήπτρα που ήταν σύμβολα δημόσιας υπηρεσίας και δίνονταν στους γέροντες από τον κήρυκα.
Στη δίκη πρώτος μιλούσε ο κατηγορούμενος (ο υπεύθυνος για το φόνο) και δεύτερος ο κατήγορος (ο συγγενής του θύματος). Στη δίκη εξετάζονταν αν ο φονιάς είχε καταβάλει αποζημίωση στους συγγενείς του θύματος. Παλαιότερα, ο φονιάς έπρεπε να φύγει από την πόλη, γιατί οι συγγενείς του θύματος είχαν δικαίωμα να σκοτώσουν το φονιά. Αργότερα, μπορούσε ο φονιάς να αποζημιώσει τους συγγενείς του θύματος με ένα ποσό και έτσι ν' απαλλαγεί από κάθε δίωξη.
Μέσα στην αγορά της πόλης υπήρχε ένας κύκλος που ονομαζόταν "ιερός" γιατί προστατευόταν από το Δία. Εκεί δίκαζε ο βασιλιάς μαζί με τους γέροντες-δικαστές στα ηρωικά χρόνια.
Στην εικόνα της ασπίδας (στους στίχους Σ 497-508) οι γέροντες ως δικαστές εξέταζαν την εξαγορά του σκοτωμένου από το φονιά. Κάθονταν κυκλικά σε πελεκημένες πέτρες. Στη μέση του "ιερού" κύκλου οι δύο αντίδικοι (φονιάς-συγγενείς του θύματος) είχαν τοποθετήσει δύο χρυσά τάλαντα. Την τάξη επέβαλλαν οι κήρυκες, οι οποίοι μεταβίβαζαν το σκήπτρο κάθε φορά στους ομιλητές-δικαστές. Η δίκη ήταν δημόσια. Στα ηρωικά χρόνια ο βασιλιάς ασκούσε τη δικαστική εξουσία άλλοτε δίκαια και άλλοτε άδικα. Στα ιστορικά χρόνια οι γέροντες απένεμαν τη δικαιοσύνη. Η απονομή της δικαιοσύνης αποδεικνύει το βαθμό της κοινωνικής ανάπτυξης.
Ο Δημάρατος, αν και ήταν εξόριστος και φιλοξενούμενος, δεν κολάκευε τον Ξέρξη. Στο κεφάλαιο Ζ 102 του Ηροδότου